ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ
«Κύριε, δός μοι τοῦτο τό ὕδωρ, ἵνα μή διψῶ μηδέ ἔρχομαι ἐνθάδε ἀντλεῖν».
Ἰησοῦς Χριστός, Ἀγαπητοί μου, βρίσκεται στήν Ἰουδαία καί θέλει νά πάει στήν Γαλιλαία. Ὁ συντομότερος δρόμος περνάει ἀναγκαστικά ἀπό τήν Σαμάρεια. Τό πρόβλημα ὅμως εἶναι ὅτι ἡ Σαμάρεια ἦταν ἕνας κόσμος ξένος καί ἐχθρικός γιά τούς Ἰουδαίους. Οἱ Ἰουδαῖοι τόσο πολύ ἀντιπαθοῦσαν τούς Σαμαρεῖτες, ὥστε, γιά νά ἀποφύγουν συνάντηση μαζί τους, ἔκαναν ὁλόκληρο κύκλο. Ὁ Χριστός ὅμως προτιμάει νά περάσει ἀπό τήν Σαμάρεια ἔστω κι ἄν αὐτή ἦταν χώρα ἐχθρική.
Ὅταν ἔφτασε στήν πόλη Συχάρ, καθώς ἦταν μεσημέρι, κουρασμένος ἀπό τήν ὁδοιπορία, κάθισε σέ ἕνα πηγάδι πού βρισκόταν ἔξω ἀπό τήν πόλη. Τό πηγάδι αὐτό ἦταν τό πηγάδι τοῦ Ἰακώβ. Ἀπ᾽ αὐτό, λοιπόν, τό πηγάδι ἦλθε γιά νά πάρει νερό μία Σαμαρείτιδα.
Μιά γυναίκα πού οἱ ἄλλοι Ἑβραῖοι δέν θά καταδέχονταν ὄχι ἁπλῶς νά συνομιλήσουν μαζί της, ἀλλά οὔτε κάν νά τήν πλησιάσουν. Καί αὐτό, γιά δύο λόγους: πρῶτον γιατί ἦταν Σαμαρείτιδα καί δεύτερον γιατί ἦταν πολύ ἁμαρτωλή.
Ὅλοι λοιπόν, τήν ἀγνοοῦσαν, τήν περιφρονοῦσαν καί τήν ἀποστρέφονταν γιά τήν ἁμαρτωλή διαγωγή της. Ὅλοι, ἐκτός ἀπό τόν Σωτήρα Χριστό, ὁ Ὁποῖος βαδίζει μέσα στήν ζέστη τοῦ καλοκαιριάτικου μεσημεριοῦ, γιά νά ἔλθει νά τήν συναντήσει καί νά τῆς χαρίσει τήν λύτρωση. Κουρασμένος ἀπό τήν ὁδοιπορία καί διψασμένος, κάθισε στήν πηγή τοῦ Ἰακώβ νά ξαποστάσει.Ἔστειλε τούς μαθητές του στήν πόλη νά ἀγοράσουν τρόφιμα καί περίμενε τήν ταλαίπωρη ἐκείνη γυναίκα, πού εἶχε γίνει θύμα τοῦ διαβόλου. Πόση εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί ἡ δίψα του γιά τήν σωτηρία κάθε ἁμαρτωλῆς ψυχῆς!
Ὡς Θεός, ὁ Χριστός, γνώριζε ὅτι σ᾽ἐκείνη τήν δυστυχισμένη χώρα τῆς Σαμάρειας ὑπῆρχε ἕνα διαμάντι. Διαμάντι, πού εἶχε πέσει μέσα στήν λάσπη, καί κανένας δέν τό πρόσεχε. Διαμάντι ἦταν αὐτή ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα, ἡ Σαμαρείτιδα. Παρ᾽ ὅλη τήν κατάπτωση καί τήν διαφθορά τῆς, μέσα της ἔκρυβε κάτι τό πολύτιμο. Ἐρχόταν ὥρα πού σιχαινόταν τόν ἑαυτό της. Ἔβλεπε πόσο χαμηλά εἶχε πέσει. Ποθοῦσε μιά ἀνώτερη ζωή. Ποθοῦσε νά γνωρίσει τήν ἀλήθεια.
Αὐτήν τήν γυναίκα περίμενε ὁ Ἰησοῦς στό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ. Καί νά, σέ λίγο καταφθάνει, μέ τήν στάμνα στό χέρι. Ὁ Θεάνθρωπος τῆς ζήτησε νά τοῦ δώσει λίγο νερό. Ἐκείνη ἀπόρησε: «πῶς ἕνας Ἰουδαῖος τολμάει νά μιλᾶ σέ μιά Σαμαρείτιδα;» Γι' αὐτό καί τοῦ λέει: «πῶς ἐσύ, πού εἶσαι Ἰουδαῖος, ζητᾶς νά πιεῖς νερό ἀπό ἐμένα πού εἶμαι γυναίκα Σαμαρείτιδα;» Οἱ Ἰουδαῖοι, ὅπως εἴπαμε, δέν εἶχαν καμία ἐπικοινωνία μέ τούς Σαμαρεῖτες «οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις».
Βέβαια, ἄν ἤμασταν ἐμεῖς οἱ «θεοφοβούμενοι», κι ἐγώ δέν ξέρω τί θά ἄκουγε ἡ γυναίκα ἐκείνη! Κι ὅμως, ὁ Χριστός δέν τήν περιφρονεῖ, δέν τήν ἀποστρέφεται, δέν τήν προσβάλλει καί δέν τήν ταπεινώνει γιά τήν ζωή πού κάνει. Ἀλλά σάν ἔμπειρος γιατρός προσπαθεῖ νά τήν θεραπεύσει. Καί σάν καλός ποιμένας νά τήν ὁδηγήσει στήν μάνδρα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἰησοῦς δέν τήν ἀποστόμωσε, δέν τῆς εἶπε ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός, καί ἐσύ μιά γυναίκα μολυσμένη ἀπό τίς ἁμαρτίες ἀρνεῖσαι νά μοῦ δώσεις λίγο νερό;
Ἀντίθετα, παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τά λόγια της, τῆς ἀποκαλύπτει θεμελιώδεις οὐράνιες ἀλήθειες. Ναί, σ᾽ αὐτήν τήν ἁμαρτωλή γυναίκα, πού οἱ συγχωριανοί της τήν περιφρονοῦσαν, σ᾽ αὐτήν πού ἦταν βουτηγμένη στίς σαρκικές ἁμαρτίες, τίς ὁποῖες ὁ Θεός τόσο πολύ βδελύσσεται καί καταδικάζει, σ᾽ αὐτήν τήν πόρνη γυναίκα, ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει τήν θεότητα του!
Στήν ἀμηχανία τῆς Σαμαρείτιδας, λοιπόν, νά προσφέρει λίγο νερό σ᾽ ἕναν Ἰουδαῖο, ὁ Χριστός ἀπαντᾶ: «Ἐάν ἤξερες τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ καί ποιός εἶναι αὐτός πού σοῦ λέγει, δῶσε μου νά πιῶ, τότε ἐσύ θά τόν παρακαλοῦσες κι ἐκεῖνος θά σοῦ ἔδινε νερό ζωντανό».
Ὁ νοῦς της ἀδυνατεῖ νά συλλάβει καί νά ἐννοήσει αὐτές τίς θεῖες ἀλήθειες, γι᾽αὐτό καί Τοῦ λέγει: «Κύριε, οὔτε δοχεῖο ἔχεις, ἀλλά καί τό πηγάδι εἶναι βαθύ. Ἀπό ποῦ, λοιπόν, ἔχεις τό νερό τό ζωντανό; Μήπως ἐσύ εἶσαι ἀνώτερος ἀπό τόν πατέρα μας τόν Ἰακώβ, πού μᾶς ἔδωκε τό πηγάδι, καί ἤπιε ἀπό αὐτό ὁ ἴδιος καί τά παιδιά του καί τά ζῶα του;»
Ἡ γυναίκα καί πάλι ἀδυνατεῖ νά ἐννοήσει ὅλα αὐτά. Ἄλλωστε, θά ἦταν ἴσως ἡ πρώτη φορά πού τῆς δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά συζητήσει καί νά ἀκούσει τέτοια οὐράνια καί θεϊκά λόγια. Νομίζοντας, ἀκόμη, ὅτι τό νερό πού ἔχει αὐτός πού τῆς μιλᾶ εἶναι διαφορετικό ἀπό τά ἄλλα καί ἔχει τήν ἱκανότητα νά κόβει τήν δίψα μιά γιά πάντα, καί ἐπιπλέον ὅτι ἔτσι θά ἀπαλλασσόταν ἀπό τόν κόπο τῆς μεταφορᾶς, τοῦ λέει: «Κύριε, δός μου αὐτό τό νερό γιά νά μήν διψῶ, οὔτε νά ἔρχομαι ἐδῶ στό πηγάδι νά παίρνω».
Ὁ Χριστός, ὡς καρδιογνώστης, βλέποντας ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα νά δεχθεῖ ἡ Σαμαρείτιδα τό φάρμακο τῆς μετανοίας καί τό σωτήριο καί λυτρωτικό μήνυμα, τῆς λέει μέ ἀγάπη καί διάκριση: «Πήγαινε, φώναξε τόν ἄνδρα σου καί ἔλα ἐδῶ». Ἡ γυναίκα ἀποκρίθηκε: «Δέν ἔχω ἄνδρα». Ὁ Χριστός τῆς λέει: «Αὐτό, πού λές εἶναι ἀλήθεια, γιατί πέντε ἄνδρες πῆρες, καί τώρα αὐτόν πού ἔχεις δέν εἶναι ἄνδρας σου».
Βλέποντας ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα ἕναν ἄγνωστο ἄνθρωπο νά γνωρίζει τά μυστικά τῆς ζωῆς καί τῆς καρδιᾶς της, τοῦ λέει: «Κύριε, βλέπω ὅτι ἐσύ εἶσαι προφήτης». Καί ἀμέσως – ἀλήθεια ποιός τό περίμενε! – ἡ πόρνη ἄρχισε νά ρωτάει τόν Χριστό σέ ποιόν τόπο πρέπει νά λατρεύεται ὁ Θεός. Στά Ἱεροσόλυμα, ὅπως ὑποστηρίζουν οἱ Ἰουδαῖοι ἤ στό ὄρος Γαριζείν, ὅπως δέχονται οἱ Σαμαρεῖτες;
Στήν συνέχεια, ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει σέ μιά ἄσωτη γυναίκα τί εἶναι ὁ Θεός καί πῶς θέλει νά Τόν λατρεύουν καί νά Τόν προσκυνοῦν οἱ ἀληθινοί προσκυνητές.
«Πίστεψέ με, γυναίκα», τῆς λέει τότε ὁ Ἰησοῦς, «πλησιάζει ὁ καιρός πού οὔτε σ΄αὐτό τό ὄρος οὔτε στά Ἱεροσόλυμα θά λατρεύετε τόν Θεό. Ἐσεῖς, οἱ Σαμαρεῖτες, λατρεύετε ἐκεῖνον πού δέν ξέρετε, ἐμεῖς ὅμως λατρεύουμε ἐκεῖνον πού γνωρίζουμε, γιατί ἡ σωτηρία ἔρχεται στόν κόσμο ἀπό τούς Ἰουδαίους. Πλησιάζει ὅμως ὁ καιρός, καί μάλιστα ἦρθε, πού οἱ ἀληθινοί προσκυνητές θά λατρεύσουν τόν Θεό πνευματικά καί ἀληθινά, γιατί τέτοιοι θέλει ὁ Θεό νά εἶναι ἐκεῖνοι πού τόν λατρεύουν. Ὁ Θεός εἶναι πνεῦμα, καί ἐκεῖνοι πού τόν λατρεύουν πρέπει νά τόν λατρεύουν πνευματικά καί ἀληθινά».
Ἀκούγοντας αὐτά ἡ Σαμαρείτιδα, ξέχασε καί τό νερό, ξέχασε καί τίς δουλειές της, ξέχασε ἀκόμη καί τό «οὐ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις», ξέχασε κάθε βιοτική καί κοσμική μέριμνα, καί ἐνδιαφέρεται τώρα νά μάθει περισσότερα γιά τόν Θεό. Γι' αὐτό καί Τοῦ λέει: «Ξέρω ὅτι θά ἔλθει ὁ Μεσσίας, δηλαδή, ὁ Χριστός, ὅταν ἔλθει ἐκεῖνος, θά μᾶς τά διδάξει ὅλα».
Βλέποντας τήν θεία ἀλλοίωση τῆς ψυχῆς της, καί παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τά λόγια της ὁ ἄγνωστος γι᾽ αὐτήν Χριστός, ὁ κουρασμένος καί διψασμένος στρατοκόπος πού τῆς ζήτησε λίγο νερό, τῆς λέει: «ὁ Μεσσίας πού περιμένετε νά ἔλθει, γιά νά σᾶς διδάξει καί νά σᾶς ἀποκαλύψει τίς οὐράνιες καί σωτήριες ἀλήθειες, ὁ Μεσσίας αὐτός, εἶμαι ἐγώ, ἐγώ πού σοῦ μιλῶ αὐτήν τήν στιγμή».
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τά λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου, λέγει: «Μεγάλα καί παράδοξα θαύματα. Αὐτό πού ἔκρυψε, ὁ Χριστός, στούς Ἀποστόλους, τό ἀποκαλύπτει φανερά σέ μιά πόρνη γυναίκα».
Στό μεταξύ ἔρχονται οἱ μαθητές καί Τόν βρίσκουν νά μιλᾶ μέ τήν Σαμαρείτιδα. Ἀπόρησαν πού μιλοῦσε μέ γυναίκα καί μάλιστα ἠθικά διεφθαρμένη. Ἐκείνη ὅμως ἄφησε τήν στάμνα της ἄδεια, γιατί γέμισε ἡ ψυχή της μέ «ὕδωρ ζῶν», καί ἔτρεξε πίσω στήν πόλη της, λέγοντας στούς συμπολίτες της: «Ἐλᾶτε νά δεῖτε κάποιον πού μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Μήπως εἶναι αὐτός ὁ Χριστός;» Δέν εἶπε, ἐλᾶτε νά δεῖτε τόν Θεό, γιά νά μήν τῆς ποῦν: αὐτή εἶναι τρελή. Πότε εἶδε κανείς τόν Θεό νά περπατᾶ; Πότε εἶδε κανείς τόν Θεό νά συναναστρέφεται μέ τούς ἀνθρώπους;
Τούς ξυπνᾶ τήν ἐπιθυμία νά βγοῦν γιά νά τόν συναντήσουν. Αὐτή ἡ ἁμαρτωλή γίνεται Ἀπόστολος πρίν ἀπό τούς Ἀποστόλους. Γιατί οἱ Ἀπόστολοι περίμεναν νά συμπληρωθεῖ ὁλόκληρη ἡ Θεία οἰκονομία, τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, καί τότε ἄρχισαν τά ἀποστολικά τους κηρύγματα. Ἡ ἁμαρτωλή ὅμως αὐτή γυναίκα πρίν ἀπό τό πάθος καί τήν Ἀνάσταση, εὐαγγελίζεται τόν Χριστό. Διαλαλεῖ τά ἁμαρτήματά της, γιά νά ὁδηγήσει τούς συμπατριῶτες της κοντά στόν Θεό. Διαπομπεύει τά σφάλματά της γιά νά τούς ἀποκαλύψει τόν Θεό πού ἦρθε στόν κόσμο.
Προσέξτε τήν σοφία τῆς γυναίκας, προσέξτε τήν εὐγνωμοσύνη τῆς ἀνήθικης γυναίκας. Ἕνα ἁμάρτημα τῆς ἀποκάλυψε ὁ Χριστός, κι ἐκείνη ἄφησε τήν στάμνα κι ἔτρεξε στήν πόλη λέγοντας: «Ἐλᾶτε νά δεῖτε κάποιον πού μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα». Κηρύττει αὐτόν πού γνωρίζει τά πάντα, κηρύττει πιό ἔνθερμα ἀπό τούς Ἀποστόλους. Δέν τόν εἶδε νά ἀναστένεται ἀπό τούς νεκρούς. Δέν εἶδε τόν τετραήμερο Λάζαρο νά προσφωνεῖται ἀπό τόν τάφο. Δέν εἶδε τήν θάλασσα νά χαλιναγωγεῖται μέ ἕναν ἁπλό λόγο. Δέν εἶδε τόν πλάστη τοῦ Ἀδάμ, στήν περίπτωση τοῦ τυφλοῦ, νά ἀναπληρώνει μέ τόν πηλό τό μάτι πού ἔλλειπε. Κι ὅμως διαλαλοῦσε μέ τόν λόγο της τόν δημιουργό τοῦ κόσμου καί Κύριο τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου.
Ἄς μιμηθοῦμε, Ἀγαπητοί μου, κι ἐμεῖς αὐτήν τήν Σαμαρείτιδα. Τί ἀπομένει νά κάνουμε; Διψασμένη σάν τήν Σαμαρείτιδα ἡ ψυχή μας, μέ τό ἄντλημα τῶν πόθων της ἀδειανό, νά ἀπευθυνθεῖ πρός τόν Κύριο καί νά τοῦ πεῖ: «Δός μοι, Κύριε, πιεῖν». «Δός μου, Κύριε, τήν Χάρη σου, δός μου τόν αἰώνιο λόγο σου, δός μου τόν ἴδιο τόν Ἑαυτό σου.
Καί ὅταν ἀκοῦμε τόν ψάλτη στήν Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου νά λέγει: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Κυριακὴ Πέμπτη ἀπὸ τοῦ Πάσχα, τὴν τῆς Σαμαρείτιδος ἑορτὴν ἑορτάζομεν»,νά ξέρουμε ὅτι πρόκειται γι᾽ αὐτήν τήν πρώην πόρνη καί ἁμαρτωλή γυναίκα ἡ ὁποία πλέον εἶναι ἡ Ἁγία, Μεγαλομάρτυς καί Ἰσαπόστολος Φωτεινή.
«Ταῖς, τῆς σῆς Μάρτυρος Φωτεινῆς, πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς».