
Τετάρτη 20 Ιανουαρίου
Ευθυμίου του μεγάλου, Ζαχαρίου






Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 120 επισκέπτες και κανένα μέλος
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ
«Τί σοι θέλεις ποιήσω;»
ἶναι πολύ θλιβερή ἡ εἰκόνα τοῦ τυφλοῦ, πού μᾶς διηγεῖται ἡ σημερινή Εὐαγγελική περικοπή, ὁ ὁποῖος ζητιανεύει σέ κάποιο δρόμο τῆς Ἱεριχοῦς. Τόσο παραστατικά ζωγραφισμένη ἀπό τήν εὐαγγελική πέννα τοῦ ἀποστόλου Λουκᾶ, πού φέρνει στή σκέψη μας τούς τυφλούς τῆς δικῆς μας ἐποχῆς.
Ὄχι τόσο τούς τυφλούς ἐκείνους πού στεροῦνται τή φυσική ὅραση καί δέν μποροῦν νά χαροῦν τίς ὀμορφιές τοῦ φυσικοῦ κόσμου, ὅσο τούς ἄλλους τυφλούς, τούς ψυχικά τυφλούς, οἱ ὁποῖοι στεροῦνται τό φῶς τῆς Πίστεως καί εἶναι ἀνίκανοι νά ἀπολαύσουν τήν ὀμορφιά τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί νά γευθοῦν τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ τυφλός τῆς Ἱεριχοῦς, ὅπως ἄλλωστε καί κάθε τυφλός, ζεῖ μέσα σ’ ἕνα ἀτέλειωτο σκοτάδι. Κάθεται στό σταυροδρόμι καί δέχεται τά ξεροκόμματα καί τίς πενταροδεκάρες τῶν περαστικῶν, στίς ἁπλωμένες παλάμες του.
Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Μέγας (20 Ιανουαρίου)
Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Μέγας γεννήθηκε στή Μελιτηνή τῆς Ἀρμενίας τό ἔτος 377 μ.Χ. κατά τούς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Γρατιανοῦ (375 – 383 μ.Χ.). Οἱ γονεῖς του Παῦλος καί Διονυσία, ἀνῆκαν σέ ἐπίσημη γενιά. Ἄτεκνοι ὄντες, ἀξιώθηκαν νά ἀποκτήσουν παιδί, τό ὁποῖο ἀφιέρωσαν στή διακονία τοῦ Θεοῦ στό ὁποῖο καί κατά θεία ἐπιταγή ἔδωσαν τό ὄνομα Εὐθύμιος, ἀφοῦ μέ τήν γέννησή του τούς χάρισε τήν εὐθυμία, τή χαρά καί τήν ἀγαλλίαση.
Σέ ἡλικία μόλις τριῶν ἐτῶν ὁ Εὐθύμιος ἔχασε τόν πατέρα του. Τότε ἡ χήρα μητέρα του τόν παρέδωσε στόν εὐλαβή Ἐπίσκοπο τῆς Μελιτηνῆς Εὐτρώϊο, ὁ ὁποῖος, μαζί μέ τούς ἀναγνῶστες Ἀκάκιο καί Συνόδιο πού ἔγιναν ἀργότερα Ἐπίσκοποι Μελιτηνῆς, τόν ἐκπαίδευσε καλῶς καί, ἀφοῦ τόν κατέταξε στόν ἱερό κλῆρο, τόν τοποθέτησε ἔξαρχο τῶν μοναστηρίων.
Ἀπό τή Μελιτηνή ὁ Ὅσιος μετέβη, περί τό 406 μ.Χ., στά Ἱεροσόλυμα καί κλείσθηκε στό σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Θεοκτίστου, ὅπου καί ἀσκήτευε μέ αὐστηρότητα καί ἀναδείχθηκε μοναζόντων κανόνας καί καύχημα. Τόσο δέ πολύ πρόκοψε στήν ἀρετή, ὥστε πολλοί ἀπό τούς Σαρακηνούς πίστεψαν στόν Χριστό. Τά μεγάλα πνευματικά του χαρίσματα γρήγορα τόν ἀνέδειξαν καί ἡ φήμη του ὡς Ἁγίου ἁπλώθηκε παντοῦ. Γύρω του συγκεντρώθηκαν πάμπολλοι μοναχοί, οἱ ὁποῖοι τόν ἐξέλεξαν ἡγούμενό τους.
Ὁ Μέγας Εὐθύμιος μέ τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του συνετέλεσε στό νά ἐπιστρέψουν στήν πατρώα εὐσέβεια πολυάριθμοι αἱρετικοί, ὅπως Μανιχαῖοι, Νεστοριανοί καί Εὐτυχιανοί, πού ἀπέρριπταν τίς ἀποφάσεις τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Παντοῦ, στήν Αἴγυπτο καί τή Συρία, ἐπικρατοῦσαν οἱ Μονοφυσίτες. Στήν Παλαιστίνη ὅμως, χάρη στήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου καί τῶν μαθητῶν του, ἐπικράτησε ἡ Ὀρθοδοξία. Καί ὅταν ὁ Ὅσιος συνάντησε τήν βασίλισσα Εὐδοκία, ἡ ὁποία εἶχε περιπλακεῖ στά δίκτυα τῆς αἱρέσεως τῶν Μονοφυσιτῶν, τόσο πειστικά καί ἀκαταμάχητα μίλησε πρός αὐτήν, ὥστε τήν ἀπέδωκε στά ὀρθόδοξα δόγματα.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Μέγας εἶχε λάβει ἀπό τόν Θεό τό προορατικό χάρισμα καί τή δύναμη τῆς θαυματουργίας. Μέ ἐλάχιστα ψωμιά κατόρθωσε νά χορτάσει τετρακόσιους ἀνθρώπους, πού κάποτε τήν ἴδια μέρα τόν ἐπισκέφθηκαν στό κελί του. Πολλές γυναῖκες πού ἦταν στεῖρες, ὅπως καί ἡ δική του μητέρα, μέ τίς προσευχές τοῦ Ἁγίου ἀπέκτησαν παιδί καί ἔζησαν τήν χαρά τῆς τεκνογονίας. Καί ὅπως ὁ Προφήτης Ἠλίας, ἔτσι καί αὐτός προσευχήθηκε στόν Θεό καί ἄνοιξε τίς πύλες τοῦ οὐρανοῦ καί πότισε μέ πολύ βροχή τή διψασμένη γῆ, ἡ ὁποία καί ἀναζωογονήθηκε καί ἔδωσε πλούσιους τούς καρπούς της.
Ἐνῶ κάποτε τελοῦσε τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, οἱ πιστοί εἶδαν μία δέσμη φωτός πού ξεκινοῦσε ἀπό τόν οὐρανό καί κατερχόταν μέχρι τόν Ἅγιο. Τό οὐράνιο αὐτό φῶς, παρέμεινε μέχρι πού τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία καί δήλωνε τήν ἐσωτερική καθαρότητα καί λαμπρότητα τοῦ Ἁγίου. Ἐπίσης, σημάδι τῆς ἁγνότητας καί τῆς ἁγιότητάς του ἀποτελοῦσε καί τό γεγονός ὅτι ἦταν σέ θέση νά γνωρίζει ποιός προσερχόταν νά κοινωνήσει μέ καθαρή ἢ σπιλωμένη συνείδηση.
Ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 473 μ.Χ., σέ ἡλικία 97 ἐτῶν, ἐπί βασιλείας Λέοντος τοῦ Μεγάλου (457 – 474 μ.Χ.).
Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στή Μεγάλη Ἐκκλησία.
Ἅγιος Εὐθύμιος Ἀρχιεπίσκοπος Τυρνόβου (20 Ιανουαρίου)
Ἅγιος Εὐθύμιος ἔζησε μεταξύ 14ου καί 15ου αἰώνα μ.Χ. στή Βουλγαρία. Γεννήθηκε περί τό 1325 – 1330 στήν τότε Βουλγαρική πρωτεύουσα Τύρνοβο ἀπό εὐγενή οἰκογένεια, ἴσως ἐκείνη τῶν Καμπλάκ. Εἶχε τήν τύχη νά ἔχει ἐκεῖνον πού θά ἦταν ὁ καλός του βιογράφος, ἕναν ἀπό τήν οἰκογένειά του, τόν Γρηγόριο Καμπλάκ, πού μετέπειτα ἔγινε Μητροπολίτης τοῦ Κιέβου καί ἔλαβε μέρος στή Σύνοδο τῆς Κοστάντζας (1414 – 1417).
Σέ ἀρκετά νεαρή ἡλικία ἔλαβε τό μοναχικό σχῆμα στή μονή τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας, στά προάστια τῆς Βουλγαρικῆς πρωτεύουσας.
Τό 1350 εἰσήχθη στό μοναστήρι πού εἶχε ἱδρύσει ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος τοῦ Τυρνόβου στό Καλιφάρεβο, τό ὁποῖο βρισκόταν στά ἴδια περίχωρα. Ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἅγιο Θεοδόσιο εἰσάγεται στήν πνευματική καί ἡσυχαστική ζωή καί προκόπτει κατά Χριστόν. Ἐκείνη τήν ἐποχή, ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος, προφητεύοντας τό μέλλον τοῦ ὑποτακτικοῦ του, ἀποκαλύπτει ὅτι κάποια μέρα ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος θά δεθεῖ μέ ἁλυσίδες καί θά σταλεῖ στήν ἐξορία.
Τό ἔτος 1363, ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος συνόδεψε τόν δάσκαλό του, μαζί μέ ἄλλους τρεῖς μαθητές, στήν Κωνσταντινούπολη. Μετά τήν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου παρέμεινε γιά κάποιο χρονικό διάστημα στή μονή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Στουδίτου, ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα πολιτιστικά καί πνευματικά βυζαντινά κέντρα. Ἐκεῖ, πιθανότατα, συνέταξε τήν βιογραφία τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου, τήν ὁποία ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κάλλιστος ἀντέγραψε πιστά.
Τό ἔτος 1365 ἐπισκέφθηκε τό Ἅγιον Ὄρος. Ἀρχικά μετέβη στή Μεγίστη Λαύρα καί στή συνέχεια στή μονή Ζωγράφου. Τότε ἦταν πού κατηγορήθηκε ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννου τοῦ Ε’ τοῦ Παλαιολόγου (1341 – 1391), ὅτι δέν τηροῦσε καθόλου τήν μοναχική ὑπόσχεση τῆς ἀκτημοσύνης. Γι’ αὐτό ἐξορίσθηκε καί ξαναβρέθηκε στό Ἅγιον Ὄρος μόνο ὅταν ὁ αὐτοκράτορας διαπίστωσε τήν ἀλήθεια μετά ἀπό ἕνα ὅραμα.
Περί τό 1371 ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ἐπέστρεψε στήν πατρίδα του καί ἵδρυσε στήν πρωτεύουσα τή μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού ἀναδείχθηκε σέ ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα κέντρα ἀκτινοβολίας τοῦ σλαβικοῦ πολιτισμοῦ. Πράγματι, ἐκεῖ πραγματοποιήθηκε ἡ ὀρθογραφική καί γραμματική μεταρρύθμιση τῆς γραφῆς, τῆς ἐπονομαζόμενης «εὐθυμιανῆς», πού ὁδήγησε σέ μία γενική ἀναθεώρηση ὅλων τῶν ἔργων πού ἦταν γραμμένα στά σλαβικά. Ἡ μεταρρύθμιση τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου, βασιζόμενη στήν ἐνοποίηση τῆς ὀρθογραφίας καί στήν πιστότητα στά αὐθεντικά ἑλληνικά κείμενα, χαρακτήρισε τά λειτουργικά κείμενα ὁλόκληρου τοῦ σλαβοορθόδοξου κόσμου μέχρι τόν Μέγα Πέτρο, ὁ ὁποῖος εἰσήγαγε πιό σύγχρονους κανόνες.
Τό ἔτος 1375, μέ τό θάνατο τοῦ Πατριάρχη Ἰωακείμ, ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ἐκλέγεται Πατριάρχης τοῦ Τύρνοβο. Ἀπό τόν Πατριαρχικό θρόνο συνέχισε τό ἔργο τῆς ἀναθεωρήσεως τῶν κειμένων, ἔγραψε ἐπιστολές σέ διάφορες προσωπικότητες τοῦ ὀρθόδοξου κόσμου, πού ἀπετέλεσαν ποιμαντικά καί διδακτικά κείμενα, καί συνέθεσε βίους Ἁγίων.
Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1402.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἅγιος Λέων Μακέλλης ὁ Μέγας (20 Ιανουαρίου)
Ἅγιος Λέων καταγόταν ἀπό τήν Θράκη καί βασίλευσε περί τό 457 μ.Χ. μέχρι τό 474 μ.Χ. Διαδέχθηκε στόν θρόνο τοῦ Βυζαντίου τόν Μαρκιανό (450 – 457 μ.Χ.). Ὁ Λέων ὁ Α’ ἀναγορεύτηκε αὐτοκράτορας στίς 7 Φεβρουαρίου τοῦ 457 μ.Χ. στό Ἕβδομο, μέ τήν παρουσία τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ἦταν εὐσεβέστατος καί προασπίστηκε τήν Ὀρθόδοξη πίστη κατά τῶν αἱρετικῶν.
Στήν Ἀντιόχεια, ὅπου οἱ Μονοφυσίτες ἀποκτοῦσαν πάλι σιγά – σιγά τήν παλαιά τους δύναμη, ἕνας πρεσβύτερος, γνωστός ὡς Πέτρος ὁ Γναφεύς, εἶχε κατορθώσει νά γίνει Πατριάρχης τό 469 ἢ 470 μ.Χ., χάρη στήν ὑποστήριξη τοῦ Ζήνωνος, κόμητος τῶν δομεστίκων, πού στό μεταξύ εἶχε γίνει στρατηλάτης τῆς Ἀνατολῆς καί εὐνοοῦσε τούς Μονοφυσίτες. Ὁ νέος Πατριάρχης Ἀντιοχείας ἄρχισε ἀμέσως τόν ἀγώνα ἐναντίον τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος. Στό Τρισάγιο τῆς Θείας Λειτουργίας ὁ Γναφεύς πρόσθεσε μετά τό «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος», τήν φράση «ὁ σταυρωθεῖς δι’ ἡμᾶς». Αὐτό θεωρήθηκε ὅτι ἦταν μία νέα ἔκφραση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καί ὁ αὐτοκράτορας Λέων καί ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιος (458 – 471 μ.Χ.) ἀντέδρασαν. Ὁ Γναφεύς ἐξορίσθηκε στή Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου, ὅπου εἶχε περάσει τά τελευταῖα του χρόνια ὁ Νεστόριος.
Ἀπό τίς 31 Μαρτίου 465 μ.Χ. ἕνα αὐτοκρατορικό διάταγμα ὅριζε ὅτι, στό ἑξῆς μόνο οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί θά μποροῦσαν νά ἐργαστοῦν στίς κρατικές καί στίς δικαστικές ὑπηρεσίες. Παρ’ ὅλες τίς δυσκολίες, τά μέτρα τοῦ εὐσεβοῦς αὐτοκράτορα ἀπέβλεπαν στήν ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας καί τήν ἑνότητα τῆς αὐτοκρατορίας. Κατά τήν παράδοση ἀνήγειρε τό ναό τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς.
Ὁ Ἅγιος Λέων κοιμήθηκε ἀπό ἀσθένεια στίς 18 Ἰανουαρίου τοῦ 474 μ.Χ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἅγιος Πέτρος ὁ Τελώνης (20 Ιανουαρίου)
Ἅγιος Πέτρος εἶχε τό ἀξίωμα τοῦ πατρικίου κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ (527 – 565 μ.Χ.) καί ἦταν διοικητής τῆς Ἀφρικῆς. Δυστυχῶς ἦταν ἄνθρωπος ἄσπλαχνος, ἀνελεήμων, πλεονέκτης καί φιλάργυρος. Κάποτε προσῆλθε σέ αὐτόν ἕνας φτωχός, γιά νά τόν δοκιμάσει καί τοῦ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη. Τότε ἐκεῖνος ἅρπαξε ἕναν ἄρτο, ἀπό ἐκείνους πού ἐκείνη τήν στιγμή τοῦ εἶχε φέρει ὁ ἀρτοποιός καί σάν πέτρα τόν πέταξε κατά τοῦ φτωχοῦ ἀνθρώπου.
Μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, κάποια στιγμή κράτησε στά χέρια του τό Ἱερό Εὐαγγέλιο. Ἀπό περιέργεια τό ἄνοιξε, ἀλλά ἡ ἀνάγνωσή του δέν τόν ἄφησε ἀδιάφορο. Τότε ἄνοιξαν τά μάτια του. Καί μέ εἰλικρίνεια εἶδε τόν πραγματικό του ἑαυτό. Μέ θλίψη εἶδε τήν ἀληθινή εἰκόνα τῆς ψυχικῆς του καταστάσεως. Ἀμέσως ἦλθε στόν ἑαυτό του ἐφαρμόζοντας τόν λόγο τῶν Πατέρων: «Εἴσελθε στόν ἑαυτό σου. Ἐκεῖ ἡ χαρά καί ἡ βασιλεία». Στή μνήμη του καί στή συνείδησή του ἔρχονταν οἱ φυσιογνωμίες τῶν τελώνων τοῦ Εὐαγγελίου, τούς ὁποίους ὁ Χριστός ἔσωσε. Καί, ὅπως ἐκεῖνοι, μετανόησε.