
Πέμπτη 22 Απριλίου
Θεοδώρου Συκεώτου, Νεάρχου μάρτυρος, Ναθαναήλ αποστόλου






Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 79 επισκέπτες και κανένα μέλος
ΤΡΙΩΔΙΟ - ΑΝΤΙΤΡΙΩΔΙΟ
«Ὁ Δημιουργὸς τῶν ἄνω καὶ τῶν κάτω, Τρισάγιον μὲν ὕμνον ὲκ τῶν Ἀγγέλων, Τριῴδιον δὲ καὶ παρ᾽ ἀνθρώπων δέχου».
Ἀπό τήν Κυριακή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου, ἀρχίζει μιά καινούργια Ἐκκλησιαστική Περίοδος, ὅπως λέγεται: Ἡ περίοδος τοῦ Τριωδίου.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΡΙΩΔΙΟ ΚΑΙ ΤΙ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ
ό Τριώδιο εἶναι ἕνα ἀπό τά μεγάλα λειτουργικά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας καί περιλαμβάνει διαφόρους ὕμνους καί τροπάρια, μέ πένθιμο καί κατανυκτικό περιεχόμενο. Ἀρχίζει ἀπό τήν Κυριακή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου καί τελειώνει τό Μέγα Σάββατο.
Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Συκεώτης (22 Απριλίου)
Ὅσιος Θεόδωρος γεννήθηκε στό χωριό Συκέα ἢ Συκεῶν τῆς Ἀναστασιοπόλεως, πρώτης πόλεως τῆς ἐπαρχίας Ἀγκυρανῶν καί ἦταν υἱός τῆς πόρνης Μαρίας καί τοῦ Κοσμᾶ, ἀποκρισάριου τοῦ βασιλέως Ἰουστινιανοῦ. Ἡ ἐκ πορνείας γέννηση τοῦ Ὁσίου δέν ἐμπόδισε τόν Θεό νά τόν ἀναδείξει Ἀρχιερέα τιμιότατο καί νά τόν πλουτίσει μέ παράδοξες θεοσημεῖες καί θαυματουργίες. Στό σχολεῖο προέκοπτε στή μάθηση καί σέ ἡλικία δέκα ἐτῶν ἔδειξε κλίση στό μοναχικό βίο. Μία νύχτα καί ἐνῷ ὁ Ὅσιος εἶχε γίνει δωδεκαετής, ἐμφανίσθηκε σέ αὐτόν ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος ὁ Τροπαιοφόρος καί ἀφοῦ τόν ξύπνησε τοῦ εἶπε: «Σήκω, Θεόδωρε, ἔφθασε ὁ ὄρθρος, πᾶμε νά προσευχηθοῦμε». Ὁ Ὅσιος εἶχε τόση εὐλάβεια πρός τόν Ἅγιο Γεώργιο, ὥστε κάθε μεσημέρι φεύγοντας ἀπό τό σχολεῖο ἀνέβαινε στό γειτονικό πετρῶδες ὄρος, ὅπου ἦταν τό προσκύνημα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Τόν ὁδηγοῦσε ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος μέ τή μορφή ἑνός παλικαριοῦ.
Ὁ Ὅσιος ἀκολούθησε τή μοναχική πολιτεία σέ νεαρή ἡλικία μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου Ἀναστασιοπόλεως Θεοδοσίου. Λίγο ἀργότερα χειροτονήθηκε διάκονος καί πρεσβύτερος. Ἀμέσως ἐπισκέφθηκε τούς Ἁγίους Τόπους καί ἔλαβε τό σχῆμα τοῦ μοναχοῦ στή μονή τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Χουζιβᾶ.
Στήν συνέχεια ἐπέστρεψε στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του καί παρέμεινε μόνιμα στό παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἐκεῖ οἰκοδομοῦσε τόν ἑαυτό του μέ νηστεῖες καί χαμαικοιτίες, μέ ἀγρυπνίες καί ψαλμῳδίες, γι’ αὐτό καί ἀπολάμβανε ἀπό μέρος τοῦ Θεοῦ, ποταμό ἀπό περισσότερα χαρίσματα ἐναντίον τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων καί τῶν κάθε εἴδους ἀσθενειῶν.
Ἡ μητέρα του, ἔχοντας φρόνημα σαρκικό, ἐγκατέλειψε τόν υἱό της καί ἀφοῦ πῆρε ὅσο μέρος τῆς περιουσίας τῆς ἀναλογοῦσε, νυμφεύθηκε τόν Δαβίδ, ἄνδρα τῆς αὐτοκρατορικῆς φρουρᾶς τῆς Ἄγκυρας.
Ἡ ἀδελφή τῆς μητέρας του, ἡ Δεσποινία, ἡ μητέρα της Ἐλπιδία καί ἡ ἀδελφή τοῦ Ὁσίου, ἡ Βλάττα, δέν δέχονταν νά ἀποχωρισθοῦν ἀπό αὐτόν. Ἀπεναντίας παρατηροῦσαν μέ προσοχή τήν ἐνάρετη ζωή του καί προσπαθοῦσαν νά τόν μιμηθοῦν ὅσο μποροῦσαν, ἐξαγνίζοντας καί ἀγιάζοντας τόν ἑαυτό τους μέ σωφροσύνη καί καθαρότητα βίου, μέ ἐλεημοσύνες καί προσευχές.
Μετά τόν θάνατο τοῦ Ἐπισκόπου Ἀναστασιοπόλεως, Τιμοθέου, οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως, κληρικοί καί λαϊκοί, πῆγαν στήν Ἄγκυρα καί ζήτησαν ἀπό τόν Μητροπολίτη Ἀγκύρας, Παῦλο, νά ἀναδείξει Ἐπίσκοπο τῆς πόλεώς τους τόν Ὅσιο Θεόδωρο. Ὁ Ὅσιος δέν δεχόταν μέ κανένα τρόπο τήν πρόταση αὐτή. Ἔτσι οἱ Χριστιανοί κατέφυγαν στή βία. Τόν ἔβγαλαν ἔξω καί ἀφοῦ τόν τοποθέτησαν ἐπάνω σέ ἕνα φορεῖο, τόν ἀπήγαγαν.
Κατά τήν χειροτονία του σέ Ἐπίσκοπο κάποιος εἶδε ἕνα τεράστιο ἀστέρι πού ἀκτινοβολοῦσε, νά κατέρχεται ἀπό τόν οὐρανό καί νά στέκεται ἐπάνω στήν ἐκκλησία, ἀστράφτοντας καί φωτίζοντας τήν πόλη καί τήν γύρω περιοχή.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἔφθασε στήν Ἀναστασιόπολη μαζί μέ τόν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως Κίννας, Ἀμίαντο, ἀπό τόν ὁποῖο ἐνθρονίσθηκε. Ἔκτοτε ἔλαμπε συνεχῶς ὡς ἥλιος μέ τά θεία χαρίσματα τῶν ἰαμάτων, μέ τήν αὐστηρότητα τοῦ βίου του, μέ ὅλες τίς ἀρετές καί τίς ἀγαθοεργίες.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἐπιθύμησε νά ἐπισκεφθεῖ γιά δεύτερη φορά τά Ἱεροσόλυμα. Ἐκεῖ προσκύνησε τόν Τίμιο Σταυρό, τόν Τάφο τοῦ Κυρίου καί ὅλα τά ἁγιάσματα πού ὑπῆρχαν στήν περιοχή, καθώς καί τά κοντινά μοναστήρια. Τόν ἐνοχλοῦσε ὅμως ὁ λογισμός καί τόν ἔπεισε τελικά νά μήν ἐπιστρέψει πίσω στήν πατρίδα του, ἀλλά νά ζήσει ἡσυχαστική ζωή σέ κάποιο ἀπό τά μοναστήρια πού ὑπῆρχαν ἐκεῖ. Νόμισε πώς εἶχε πέσει ἔξω ἀπό τό μοναχικό μέτρο, ἐπειδή ἀνέλαβε τήν πνευματική εὐθύνη τῆς Ἐπισκοπῆς καί διότι τόν στεναχωροῦσαν οἱ ἐνοχλητικές καταστάσεις πού ὑπῆρχαν σέ αὐτήν. Πῆγε λοιπόν στή Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα καί ζοῦσε ἐκεῖ σέ ἕνα κελλί κάποιου ἀγωνιστοῦ μοναχοῦ, πού τόν ἔλεγαν Ἀνδρέα. Κάποια νύχτα ὅμως παρουσιάσθηκε στόν ὕπνο του ὁ Ἅγιος Γεώργιος καί, ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε ἕνα ραβδί, τοῦ εἶπε: «Σήκω καί περπάτα, διότι πολλοί ἄνθρωποι λυποῦνται, γιατί ἀπουσιάζεις. Δέν εἶναι ἐπιτρεπτό νά ἐγκαταλείψεις τήν Ἐπισκοπή σου καί νά ζεῖς ἐδῶ». Ἔτσι ὁ Ὅσιος ἀποχαιρέτισε τούς πατέρες τῆς μονῆς καί πῆρε τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.
Ὅταν ἔφθασε στά μέρη τῆς Γαλατίας, κοντά στό μοναστήρι τῶν Δρυΐνων, τούς παρήγγειλε νά μήν μιλήσουν σέ κανέναν γι’ αὐτό, καθώς αὐτοί πού βρίσκονταν ἐκεῖ δέν τόν γνώριζαν. Ὡστόσο ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου κυκλοφόρησε παντοῦ. Ἔτσι ἔρχονταν πολλοί στό μοναστήρι, γιά νά λάβουν τήν εὐλογία του.
Ἀπό ἐκεῖ ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε στήν Ἀναστασιόπολη προξενώντας ἔτσι μέ τήν ἐπιστροφή του, χαρά σέ ὅλους. Ὅμως ὁ Ὅσιος εἶχε ἀποφασίσει νά παραιτηθεῖ, γιά νά ἀκολουθήσει τήν ἡσυχαστική ὁδό. Γιά τόν λόγο αὐτό συνάντησε τόν Ἐπίσκοπο Ἀγκύρας Παῦλο καί τόν παρακάλεσε νά ἀποδεχθεῖ τήν παραίτησή του. Ὁ Ἐπίσκοπος Παῦλος δέν ἤθελε νά δεχθεῖ τήν παραίτηση τοῦ Ὁσίου. Καί ἀφοῦ ἔγινε ἔντονη συζήτηση μεταξύ τους, στό τέλος ἀποφάσισαν νά στείλουν μήνυμα στόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Κυριακό, γιά νά τοῦ θέσουν τό θέμα αὐτό. Ὁ Πατριάρχης Κυριακός, μέ τήν προτροπή τοῦ βασιλέως, ἔδωσε ἐντολή στόν Μητροπολίτη Ἀγκύρας νά δεχθεῖ τό αἴτημα τοῦ Ὁσίου, νά τοῦ δώσει μάλιστα καί τό ὠμοφόριο τῆς Ἐπισκοπῆς, γιά νά διατηρεῖ τό ἀξίωμά του, καθώς ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος καί ἀποχωροῦσε ἀπό τήν Ἐπισκοπή χωρίς νά ἔχει διαπράξει ἀδίκημα.
Ἔτσι ὁ Ὅσιος ἦλθε στήν περιοχή τῆς Ἡλιουπόλεως καί ἀπομονώθηκε στό ναό τοῦ Ἀρχαγγέλου στήν Ἄκρηνα, πολύ κοντά στό χωριό Πίδρος. Τήν ἴδια ἐποχή ὁ Ὅσιος ἔλαβε ἐπιστολές καί ἀπό τόν βασιλέα Μαυρίκιο καί τόν Πατριάρχη Κυριακό, οἱ ὁποῖοι τόν προέτρεπαν νά ἐπισκεφθεῖ τήν Κωνσταντινούπολη καί νά τούς εὐλογήσει. Ἔτσι λοιπόν πῆγε στή θεοφύλακτη πόλη, ὅπου κήρυξε τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί θεράπευσε πολλούς.
Ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε στή Γαλατία, ἀλλά ἐπισκέφθηκε γιά δεύτερη φορά τήν Κωνσταντινούπολη, τό ἔτος 610 μ.Χ., ἐπί Πατριάρχου Θωμᾶ, στόν θάνατο τοῦ ὁποίου βρέθηκε. Καί ἀφοῦ τιμήθηκε ἀπό τόν Πατριάρχη Σέργιο ἐπανῆλθε στό μοναστήρι του, ὅπου συνέχισε τό θεοφιλή βίο του.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 613 μ.Χ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Ἐκ σπάργανων ἐπλήσθης τῆς θείας χάριτος, καί τῷ Θεῷ ἀνετέθης ὡς Σαμουήλ ὁ κλεινός, τήν ὑπέρτιμον στολήν Πάτερ κληρούμενος· ὅθεν θαυμάτων αὐτουργός, καί Χριστοῦ μυσταγωγός, Θεόδωρε ἀνεδείχθης, θεοδωρήτως ἐκλάμπων, τάς ψυχοτρόφους δωρεάς τοῖς πιστοῖς.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὡς πυρίνῳ ἅρματι, ταῖς ἀρεταῖς θεοφόρε, ἐπιβάς ἀνέδραμες, εἰς οὐρανίους οἰκήσεις, ἄγγελος, μετά ἀνθρώπων συμβιοτεύων, ἄνθρωπος, σύν τοῖς Ἀγγέλοις περιχορεύων· διά τοῦτο ἀνεδείχθης, θαυμάτων θεῖον δοχεῖον Θεόδωρε.
Μεγαλυνάριον.
Δῶρον καθιέρωσας τῷ Θεῷ, Θεόδωρε Πάτερ, τόν σόν βίον τόν ἱερόν· ὅθεν θεοσδότων, μετέσχες χαρισμάτων, καί δωρεάν βλυσταίνεις, πᾶσι τάς χάριτας.
Ἅγιος Ναθαναὴλ ὁ Ἀπόστολος (22 Απριλίου)
ερί τοῦ Ἀποστόλου Ναθαναήλ γνωρίζουμε τόσα μόνο σαφή καί θετικά, ὅσα τό κατά Ἰωάννη Εὐαγγέλιο περιέσῳσε μεταξύ τοῦ Φιλίππου καί αὐτοῦ διαμειφθέντα καί μεταξύ τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Ναθαναήλ, ὅταν ἐκεῖνος ἄκουσε ἀπό τόν Ἀπόστολο Φίλιππο τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία, γιά τόν Ὁποῖο ἔγραψε ὁ Μωυσῆς στό Νόμο καί οἱ Προφῆτες.
Στούς Συναξαριστές ὁ Ἀπόστολος Ναθαναήλ ταυτίζεται μέ τόν Ἀπόστολο Βαρθολομαῖο (υἱός τοῦ Θολομαίου), ἄλλοτε δέ μέ τόν ζηλωτή Σίμωνα, τόν Ἀπόστολο ἀπό τήν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου τελέσθηκε ὁ γάμος στόν ὁποῖο παρακάθισε καί ὁ Ἰησοῦς μέ τήν μητέρα Του.
Οἱ λόγοι τῆς ταυτίσεως τοῦ Ἀποστόλου Βαρθολομαίου πρός τόν Ναθαναήλ, εἶναι οἱ ἑξῆς: α) Στούς καταλόγους τῶν μαθητῶν στά Συνοπτικά Εὐαγγέλια καί στίς Πράξεις ὀνομάζεται μόνο ὡς Βαρθολομαῖος, ἐνῷ στό κατά Ἰωάννη Εὐαγγέλιο μόνο ὡς Ναθαναήλ καί β) στούς καταλόγους αὐτούς συγκαταριθμεῖται πάντοτε μέ τόν Ἀπόστολο Φίλιππο.
Ἡ ἀποστολική δράση τοῦ Ἀποστόλου Ναθαναήλ ἐπεκτείνεται μέχρι τήν Ἀφρική, τή Μαυριτανία καί τή Βρετανία, ὅπου καί σταυρώθηκε ἀπό εἰδωλολάτρες.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Χριστός θεασάμενος, τήν σήν εὐθεῖαν ψυχήν, καί τρόπον τόν ἔνθεον, Ναθαναήλ ἱερέ, ὡς Κτίστης ἐβόησεν· Ἴδε Ἰσραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστιν· ὅθεν καί ὑπηρέτης, καί Ἀπόστολος θεῖος, τῆς τούτου παρουσίας, ἐδείχθης τοῖς πέρασι.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῷ Χριστῷ προσέδραμες, ὡς τῶν ῥημάτων, τῶν αὐτοῦ ἀκήκοας, Ναθαναήλ ἀπό ψυχῆς, καί Ἀποστόλοις ἠρίθμησαι, τά ὑπέρ λόγον ἀμέσως μυούμενος.
Μεγαλυνάριον.
Μύστης τοῦ Σωτῆρος θεοειδής, Ναθαναήλ ὤφθης, καί Ἀπόστολος εὐκλεής· ἔνθεν εὐσεβείας, μυσταγωγός ἐδείχθης, ζωῆς ἀνακηρύξας, τό Εὐαγγέλιον.
Ἅγιος Πλάτων ὁ Ἱερομάρτυρας (22 Απριλίου)
Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Πλάτων, κατά κόσμο Μιλιβόγιε Ἰωάννοβιτς, γεννήθηκε στίς 29 Σεπτεμβρίου 1874 στό Βελιγράδι ἀπό τόν Ἠλία Ἰωάννοβιτς καί τήν Γιέλκα Σοκόλοβιτς. Μετά τήν ἐγκύκλια μόρφωσή του ἀκολούθησε τό μοναχικό βίο καί ἐκάρη μοναχός. Λίγο ἀργότερα χειροτονήθηκε διάκονος καί πρεσβύτερος. Τό ἔτος 1896 ἀπεστάλη γιά σπουδές στή θεολογική ἀκαδημία τῆς Μόσχας. Ἐπιστρέφοντας τό ἔτος 1901 ἀπό τή Ρωσία, μετά τήν ὁλοκλήρωση τῶν σπουδῶν του, διορίσθηκε προϊστάμενος τῆς μονῆς Ρακοβίτσα καί καθηγητής. Κατά τόν Α’ Παγκόσμιο πόλεμο ὁ Ἀρχιμανδρίτης Πλάτων κατετάγη στό σῶμα τῶν στρατιωτικῶν ἱερέων καί μετά τό πέρας τοῦ πολέμου ἀφιέρωσε τήν διακονία του στήν περίθαλψη τῶν ὀρφανῶν καί τῶν πληγέντων. Τό ἔτος 1936 ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος καί τό ἔτος 1939 μετατίθεται στήν Ἐπισκοπή τῆς Μπάνια Λούκα.
Ἄρχισε ὅμως ὁ Β’ Παγκόσμιος πόλεμος. Ὁ Ἐπίσκοπος Πλάτων ἔπρεπε νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν Κροατία, γιατί ἦταν Σέρβος. Ἀρνήθηκε ὅμως, λέγοντας ὅτι ἡ ἐκλογή του ἔγινε ἀπό τήν Ἐκκλησία μέ βάση τούς Κανόνες καί τόν πνευματικό νόμο. Ὄφειλε λοιπόν, νά παραμείνει κοντά στό ποίμνιό του καί νά δώσει τήν ψυχή του γι’ αὐτό, ἐάν χρειαζόταν. Ὡστόσο οἱ ἀρχές τόν ἀνάγκασαν νά ἐγκαταλείψει τήν ἐπαρχία του. Ὁ Ἐπίσκοπος ζήτησε νά μείνει δύο – τρεῖς ἡμέρες προκειμένου νά προετοιμασθεῖ γιά τήν ἀναχώρησή του. Δέν πρόλαβε ὅμως. Οἱ Οὐστάτσι τόν συνέλαβαν μαζί μέ τόν ἱερέα Δουσάν (Σούμποτιτς) καί τόν ἐκτέλεσαν. Τό ἱερό λείψανο τοῦ Ἱερομάρτυρα Πλάτωνος τό ἔριξαν στόν ποταμό Βρμπάνια. Λίγες ἡμέρες ἀργότερα κάποιοι Χριστιανοί τοῦ χωριοῦ Κουμσάλε τό περισυνέλεξαν καί τό ἐνταφίασαν στό στρατιωτικό κοιμητήριο τῆς Μπάνια Λούκα. Τό ἔτος 1973 τά τίμια λείψανά του μετακομίσθηκαν στόν καθεδρικό ναό τῆς Μπάνια Λούκα.
Ἡ κανονική πράξη ἁγιοποιήσεως τοῦ Ἱερομάρτυρος Πλάτωνος ἔγινε ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, τό ἔτος 1998.