ΜΕΡΟΣ 9ο – Τό Ἀλληλουάριο – Τό Εὐαγγέλιο

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ
ΣΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

ΜΕΡΟΣ 9ο – Τό Ἀλληλουάριο – Τό Εὐαγγέλιο

 

116Ὁ Ἀναγνώστης ἐκφωνεῖ· Ἀλληλούια.
Ἦχος (δεῖνα). Ψαλμὸς (δεῖνα).
Ὁ Διάκονος· Πρόσχωμεν.

Ὁ Ἀναγνώστης, ἀφοῦ βάλει μετάνοια, ἀσπάζεται τὸ χέρι τοῦ Ἱερέα. Οἱ δύο χοροί ψάλλουν ἐναλλὰξ τὸ Ἀλληλουάριο, δηλ. τὸν κατάλληλο ψαλμὸ τῆς ἡμέρας ἢ τῆς ἑορτῆς ποὺ ἔχει ὡς ἐφύμνιο τὸ τριπλὸ Ἀλληλούια, τὸ ὁποῖο ψάλλεται τρεῖς φορές. Τὸ πρῶτο ψάλλεται χωρὶς στίχο καὶ τὰ δύο μὲ στίχο.

Τό Ἀλληλουάριο.

Tό «Ἀλληλουάριο» δέν ἀφορᾶ στόν Ἀπόστολο ἀλλά στό Εὐαγγέλιο. Εἶναι τό προκείμενο τοῦ Εὐαγγελίου. Ἦταν, δηλαδή, ψαλμός πού ψαλλόταν ἀντιφωνικά, μέ ἐφύμνιο μετά ἀπό κάθε στίχο, τό τριπλό «Ἀλληλούια». Σήμερα ἔμεινε νά ψάλλεται μόνο τό ἐφύμνιο (Θεία Λατρεία καί Παιδεία 1, Ἡ θεία Λειτουργία τοῦ ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ἔκδ. Ο.Χ.Α. «Λυδία», σ. 151).

Γιά τό παραπάνω θέμα ὁ κ. Γρηγόριος Στάθης, καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, στήν εἰσήγησή του κατά τό Γ΄ Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, πού πραγματοποιήθηκε στήν Ἱερά Μητρόπολη Νεαπόλεως στή Θεσσαλονίκη, 14-17 Ὀκτωβρίου 2001, τόνισε τά ἑξῆς: «Ἐπιθυμῶ ἐδῶ νά προσφέρω μιά συγκεκριμένη, τήν πιό ἄρτια, τυπική διάταξη γιά τήν ψαλμώδηση τοῦ “Ἀλληλουαρίου” τοῦ Εὐαγγελίου καί τήν τελετουργική πράξη τῆς προσφορᾶς τοῦ θυμιάματος καί τῆς ἑτοιμασίας τοῦ Διακόνου γιά τήν ἐκφωνητική ἀπαγγελία τοῦ Εὐαγγελίου “ἐν τῷ τεταγμένῳ τόπῳ”, καί στούς καιρούς μας βέβαια ἀπ’ τόν Ἄμβωνα.
«Ὁ Διάκονος· Πρόσχωμεν. Ὁ Ἀναγνώστης· Ἀλληλούια, Ψαλμός τῷ Δαβίδ. Ὁ Διάκονος· Πρόσχωμεν. Καί ψάλλεται τό Ἀλληλουάριον, ὑπό τοῦ Λαοῦ. Ὁ δέ Ἱερεύς εὔχεται καθ’ ἑαυτόν· Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν· Ἔλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν... καί λέγει τό· Κλῖνον, Κύριε, τό οὖς σου καί ἐπάκουσόν μου..., ἕως τέλους. Ὁ δέ Διάκονος, ὡς εἴπομεν, λαβών τόν θυμιατόν μετά τοῦ θυμιάματος πρόσεισι τῷ Ἱερεῖ λέγων· Εὐλόγησον, Δέσποτα, τό θυμίαμα. Τοῦ δέ Ἱερέως συνήθως εὐλογήσαντος καί τήν εὐχήν εἰπόντος, καί τοῦ Διακόνου θυμιάσαντος, τό τε ἱερατεῖον ὅλον, ἅμα δέ καί τόν Ἱερέα, καί ἀποθεμένου τοῦ θυμιατοῦ, ἔρχεται πρός τόν Ἱερέα· καί ὑποκλίνας αὐτῷ τήν κεφαλήν αὐτοῦ... λέγει· Εὐλόγησον, Δέσποτα, τόν εὐαγγελιστήν τοῦ ἁγίου ἀποστόλου (δεῖνος). Ὁ δέ Ἱερεύς σφραγίζων αὐτόν καί λέγων· Ὁ Θεός διά πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου, ἐνδόξου, ἀποστόλου καί εὐαγγελιστοῦ (δεῖνος). Καί ὁ Διάκονος εἰπών τό· Ἀμήν καί προσκυνήσας ἀπέρχεται καί στάς ἔμπροσθεν τῆς ἁγίας Τραπέζης μετ’ εὐλαβείας, αἴρει τό ἅγιον Εὐαγγέλιον ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ Ἱερέως καί ἐξελθών διά τῶν θυρῶν ἀπέρχεται καί ἵσταται ἐν τῷ τεταγμένῳ τόπῳ, προπορευομένων δηλονότι τῶν μανουαλίων μετά λαμπάδων» (χφ. ΕΒΕ 752 (ιστ΄ αἰ.), φφ. 20α-21α).
Κατὰ τὴν ψαλμωδία τοῦ Ἀλληλουαρίου γίνονται ὅλα τὰ προπαρασκευαστικὰ γιὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου, δηλ. ἡ θυμίαση, ἡ ἀνάγνωση τῆς εὐχῆς πρὶν ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ εὐλογία τοῦ Διακόνου καὶ ἡ μετάβασή του στὸν Ἄμβωνα.

Μὲ τὴν ἔναρξη τοῦ· Ἀλληλουαρίου ὁ Διάκονος προσφέρει τὸ θυμιατὸ στὸν α΄ Ἱερέα, λέγοντας·

Εὐλόγησον, Δέσποτα, τὸ θυμίαμα.

Ὁ α΄ Ἱερέας εὐλογώντας το λέγει·

Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Τό θυμίαμα, πού ἡ Εκκλησία τό πήρε ἀπό τήν Ἰουδαϊκή λατρεία, εἶναι μιά προσφορά καί θυσία στόν Θεό, γι' αὐτό καί κάθε φορά πού ὁ λειτουργός παίρνει στά χέρια του τό θυμιατό γιά νά θυμίασει, εὐλογεῖ τό θυμίαμα. Ὅπως ὁ εὐωδιαστός καπνός τοῦ λιβανιοῦ ἀνεβαίνει πρός τά ἐπάνω, ἔτσι ὁ Θεός μας Ἰησοῦς Χριστός νά δεχθεῖ τήν προσευχή μας στό ὑπερουράνιό του θυσιαστήριο  καί  σέ ἀνταπόδοση νά μᾶς στείλει τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καθώς γράφει ό Ἀπόστολος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔδωκε τόν ἑαυτό του γιά μᾶς «προσφορὰν καὶ θυσίαν τῷ Θεῷ εἰς ὀσμὴν εὐωδιάς». Καί στόν κόσμο, ἀνάμεσα σ' ἐκείνους πού παλέβουν γιά νά σωθοῦν, μά καί σ' ἐκείνους πού ἀπό μόνοι τους πᾶνε στόν χαμό τους, οἱ χριστιανοί εἶναι «Χριστοῦ εὐωδία». Κάθε καθαρή προσευχή καί κάθε καλή πράξη τοῦ πιστοῦ εἶναι μιά ὀσμή εὐωδίας καί μιά  θυσία δεκτή καί εὐάρεστη στόν Θεό.

Ἡ εὐχή «Θυμίαμά σοι προσφέρομεν...» πρέπει νά λέγεται κάθε φορά πού ὁ Ἱερέας εὐλογεῖ τό θυμίαμα ἤ μόνο στήν Προσκομιδή;

Σύμφωνα μέ τήν τάξη πού ἐπικρατεῖ σήμερα, ἡ εὐχή τοῦ θυμιάματος «Θυμίαμά σοι προσφέρομεν...» λέγεται μόνο στήν Ἀκολουθία τῆς Προσκομιδῆς, ἐνῶ σέ ὅλες τίς ἄλλες περιπτώσεις τῆς θείας Λειτουργίας ἡ εὐλογία τοῦ θυμιάματος γίνεται μέ τό «Εὐλογητός ὁ Θεός ἡμῶν...» (Ἰ. Φουντούλη, Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικάς Ἀπορίας, ἐρώτ. 206).

Ἡ θυμίαση πότε πρέπει νά γίνεται, κατά τή διάρκεια τῆς ἀναγνώσεως τοῦ Ἀποστόλου ἤ μετά ἀπ’ αὐτόν; Μερικοί Ἱερεῖς θυμιάζουν καί ἄλλοι ὄχι. Ποιό εἶναι τό σωστό;

Στίς νεώτερες ἐκδόσεις τῶν λειτουργικῶν βιβλίων ἀναφέρεται ὅτι ὁ Διάκονος, τήν ὥρα πού ἀναγινώσκεται ὁ Ἀπόστολος, θυμιάζει τήν ἁγία Τράπεζα, τίς εἰκόνες τοῦ Τέμπλου καί τόν Λαό, ἀπό τήν ὡραία Πύλη.
Στά παλαιά Εὐχολόγια καί Ἱερατικά ἀναφέρεται ἡ θυμίαση, ἀλλά περιορίζεται μόνο στό ἱερό Βῆμα καί ὄχι στίς εἰκόνες τοῦ Τέμπλου καί τόν Λαό. Κι αὐτό, γιατί ἡ προσφορά τοῦ θυμιάματος δέ συνδέεται μέ τήν ἀνάγνωση τοῦ Ἀποστόλου, ἀλλά μέ τίς λειτουργικές πράξεις, πού προηγοῦνται ἀπό τήν ἀνάγνωση τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς, δηλαδή τήν ψαλμωδία τοῦ «Ἀλληλούια», τήν εὐχή πρίν ἀπό τό Εὐαγγέλιο, τήν εὐλογία τοῦ Διακόνου καί τή θυμίαση.
Ἡ παράλειψη τῆς προσφορᾶς θυμιάματος πρίν ἀπό τό Εὐαγγέλιο εἶναι ἀντίθετη πρός τό γράμμα καί τό πνεῦμα τῆς λειτουργικῆς παράδοσης καί γι’ αὐτό εἶναι κατακριτέα. «Ὁ δὲ θυμιατὸς ὁ ἐν τῷ καιρῷ τοῦ Ἀλληλούια μετὰ θυμιάματος κινούμενος τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δηλοῖ». Τό θυμίαμα εἶναι προετοιμασία γιά νά ὑποδεχθοῦμε τήν ἀνάγνωση τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου καί συμβολίζει τήν πνευματική μυρωδιά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Καθώς ἐπίσης καί ἡ θυμίαση κατά τό Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀπορρίπτεται, γιατί δημιουργεῖ ἀταξία στό ἐκκλησίασμα, μέ τό νά σηκωθοῦν καί νά ξανακαθίσουν στό στασίδι τους, ἀλλά καί διότι εἶναι ἔξω ἀπό τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.
Σύμφωνα μέ παλαιά χειρόγραφα καί Εὐχολόγια, ἡ θυμίαση δέν γινόταν τήν ὥρα πού ἀναγινωσκόταν ὁ Ἀπόστολος, ἀλλά μετά ἀπ’ αὐτόν, στό «Ἀλληλουιάριο». Τό «Ἀλληλούια» ψαλλόταν ἐννέα φορές (τρεῖς φορές ἐπί τρεῖς. Τό πρῶτο χωρίς στίχο καί τά ἄλλα δύο μέ στίχο, στόν ἦχο τῆς Κυριακῆς ἤ στόν ἦχο πού ἀναφέρεται στό τέλος τῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς.
Κατά τήν ψαλμωδία τοῦ «Ἀλληλούια», ὅπως ἀναφέραμε καὶ πιὸ πάνω, γίνονταν ὅλα τά προπαρασκευα-στικά γιά τήν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου, δηλ. ἡ θυμίαση, ἡ ἀνάγνωση τῆς εὐχῆς πρίν ἀπό τό Εὐαγγέλιο, ἡ εὐλογία τοῦ Διακόνου καί ἡ μετάβασή του στόν Ἄμβωνα. Γι’αὐτό ἀκριβῶς ἡ θυμίαση πρέπει νά γίνεται τήν ὥρα αὐτή καί ὄχι τήν ὥρα τοῦ Ἀποστόλου. Ἄλλωστε ἡ θυμίαση γίνεται πρός τιμήν τοῦ Εὐαγγελίου, πού ὡς γνωστόν συμβολίζει τόν Χριστό.
Μπορεῖ, βέβαια, ἡ ψαλμωδία τοῦ «Ἀλληλουιαρίου» νά προκαλέσει κάποια ἐπιμήκυνση στή χρονική διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας, θά προκύψει ὅμως μεγάλη ὠφέλεια, καί πρακτική ἀλλά καί λειτουργική (Ἰ. Φουντούλη, Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικάς Ἀπορίας, ἐρώτ. 286. Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος 2005, σ. 9).

Ὁ Διάκονος θυμιάζει κυκλικὰ τὴν ἁγία Τράπεζα καὶ τὸ ἱερὸ Βῆμα καὶ ἀποθέτει τὸ θυμιατό. Στὴν συνέχεια, ἀπευθύνεται πρὸς τὸν α΄ Ἱερέα λέγοντας·

Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν. Κύριε, ἐλέησον.

Καὶ ὁ α΄ Ἱερέας λέγει «καθ’ ἑαυτόν», μπροστὰ στὴν ἁγία Τράπεζα, τὴν·

ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

λλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, φιλάνθρωπε Δέσποτα, τὸ τῆς σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς καὶ τοὺς τῆς διανοίας ἡμῶν ὀφθαλμοὺς διάνοιξον εἰς τὴν τῶν εὐαγγελικῶν σου κηρυγμάτων κατανόησιν. Ἔνθες ἡμῖν καὶ τὸν τῶν μακαρίων σου ἐντολῶν φόβον, ἵνα τὰς σαρκικὰς ἐπιθυμίας πάσας καταπατήσαντες, πνευματικὴν πολιτείαν μετέλθωμεν, πάντα τὰ πρὸς εὐαρέστησιν τὴν σὴν καὶ φρονοῦντες καὶ πράττοντες. Σὺ γὰρ εἶ ὁ φωτισμὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν, Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν σὺν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
«Λάμψε μέσα στίς καρδιές μας, φιλάνθρωπε Δέσποτα, τό καθαρό φῶς τῆς θεογνωσίας σου κι ἄνοιξε τά μάτια τοῦ λογισμοῦ μας γιά νά καταλάβουμε τά εὐαγγελικά σου λόγια. Ρίζωσε μέσα μας καί τό φόβο τῶν ἁγίων σου ἐντολῶν, γιά νά καταπατήσουμε ὅλες τίς σαρκικές ἐπιθυμίες καί νά ζήσουμε ζωή πνευματική καί νά φρονοῦμε, δηλαδή νά κάνουμε ὅσα ἀρέσουν σέ σένα».
Ἡ εὐχή αὐτή μαζί μέ τή θυμίαση μᾶς πρετοιμάζουν νά ὑποδεχθοῦμε τήν ἀνάγνωση τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου. Δυστυχῶς, γιά λόγους συντομίας καί πάλι ἡ εὐχή μετατίθεται καί διαβάζεται μυστικά τήν ὥρα πού ὁ ἀναγνώστης ἐκφωνεῖ τόν Ἀπόστολο.
«Τό νά προηγεῖται εὐχή τῆς ἀναγνώσεως τοῦ Εὐαγγελίου ἀποτελεῖ καθεστώς παλαιότατον» ἀναφέρει ὁ Σεραπίων ὁ Θμουεύς. Εἶναι δέ ἡ εὐχή αὐτή μία ἀπό τίς λίγες εὐχές τῆς Θείας Λειτουργίας πού ἀπευθύνονται ὄχι πρός τόν Θεό Πατέρα, ἀλλά πρός τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστόν.

Ὁ Διάκονος, ἀφοῦ σκύψει τὸ κεφάλι του, κρατώντας τὸ Ὀράριο μὲ τὰ ἄκρα τῶν δακτύλων του, ἀπευθύνεται πρὸς τὸν α΄ Ἱερέα λέγοντας·

Εὐλόγησον, Δέσποτα, τὸν εὐαγγελιστὴν τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ἀποστόλου καὶ εὐαγγελιστοῦ (δεῖνος).

Ὁ α΄ Ἱερέας τὸν σφραγίζει λέγοντας·

Θεός, διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ἀποστόλου καὶ εὐαγγελιστοῦ (δεῖνος), δῴη σοι ῥῆμα, τῷ εὐαγγελιζομένῳ δυνάμει πολλῇ εἰς ἐκπλήρωσιν τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ ἀγαπητοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ, Κυρίου δὲ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Διάκονος ἀπαντᾶ·

μήν. Γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου.

Ὁ Ἱερέας σφραγίζει τόν Διάκονο καί εὔχεται ὥστε ὁ  Θεός μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ Εὐαγγελιστή, τοῦ ὁποίου ἡ περικοπή πρόκειται νά ἀναγνωσθεῖ, νά τόν φωτίσει καί νά τόν ἐνισχύσει  στήν ὑψηλή διακονία τῆς ἀναγνώσεως τοῦ Εὐαγγελίου καί στήν ἀνάπτυξη τῶν ἐννοιῶν πού περιέχει, μέ τό θεῖο κήρυγμα πού θά ἀκολουθήσει.
Ὅπως φαίνεται ἀπό  τήν εὐλογία αὐτή, ἡ ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου ἦταν πάντοτε ἀναπόσπαστα συνδεδεμένη μέ τό θεῖο κήρυγμα καί ἐκεῖνος πού ἀναγίνωσκε τό Εὐαγγέλιο ἀνέπτυσσε καί τίς εὐαγγελικές  ἀλήθειες πού περιεῖχε. Γιά τόν λόγο αὐτό χαρακτηρίζεται και ὡς Εὐαγγελιστής, δηλαδή κήρυκας τῶν ἀληθειῶν τοῦ Εὐαγγελίου.
Στὴν συνέχεια παίρνει τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Ἱερέα, κρατώντας το μὲ τὸ Ὀράριό του, ἀσπάζεται τὸ χέρι του καὶ ἐξέρχεται ἀπὸ τὴ βόρεια πύλη, κατευθυνόμενος πρὸς τὸν Ἄμβωνα, ἐνῶ προπορεύεται κάποιος λαμπαδηφόρος.

Προκαταρκτικά τοῦ Εὐαγγελίου.

Eἰδικότερα τά προκαταρκτικά τοῦ Εὐαγγελίου, ὅταν λειτουργεῖ μόνος ὁ Ἱερέας χωρίς Διάκονο, «τό φυσικότερον - σημειώνει ὁ καθηγητής Ἰ. Φουντούλης - εἶναι νά λέγονται μέ τό πρόσωπο ἐστραμμένο πρός τόν Λαό, ἐφ’ ὅσον πρός αὐτόν διαλέγεται ὁ Ἱερέας ἤ ὁ Διάκονος, καί τόν καλεῖ νά ἀπαντήσει στίς προτροπές του» (Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικάς Ἀπορίας, ἐρώτ. 320). Kατά τή «Διάταξι τῆς θείας Λειτουργίας» τοῦ Πατριάρχου Φιλοθέου τοῦ Kοκκίνου († 1379), ἡ ὁποία περιγράφει τήν τάξη τῆς Λειτουργίας καί μέ Διάκονο, ὁ Ἱερέας, λέγει τά «Σοφία· ὀρθοί...», «ἱστάμενος ὄπισθεν τῆς ἁγίας Τραπέζης (Σύνθρονο) εἴπερ ἔχει τόπον, εἰ δέ μή ἔμπροσθεν καί βλέπων πρός δυσμάς» (χφ. Παντελεήμονος 770).

Μετὰ τὸ Ἀλληλούια, ὁ α΄ Ἱερέας, ἀπὸ τὴν ὡραία Πύλη, ἐκφωνεῖ·

Σοφία· ὀρθοί· ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου.

Τό παράγγελμα αὐτό σημαίνει ὅτι ὑπῆρχε ἡ συνήθεια τό ἐκκλησίασμα κατά τήν διάρκεια τῆς ἀνάγνωσης τοῦ Ἀποστόλου, νά κάθεται.
Ὁ π. Γερβάσιος Παρασκευόπουλος λέγει: «Ἐγείρεται ὁ λαός καί σωματικῶς καί πνευματικῶς» (σελίδα 127). Ὁ δέ ἅγιος Συμεών ὁ Θεσσαλονίκης τονίζει ὅτι: «Κάθηνται δὲ οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Ἱερεῖς, ἐν τῷ ἀναγινώσκεται ὁ Ἀπόστολος, ὡς πεπλουτισμένοι καὶ αὐτοὶ μὲ τὴν χάριν τὴν ἀποστολικὴν οἱ δὲ Διάκονοι οὐχί, ἐπειδὴ δὲν ἠξιώθηκαν ἀκόμη τὴν χάριν».
Ἡ ἀρχαία τάξη τῆς θείας Λειτουργίας ὁρίζει ὅλοι νά ἀκοῦν ὀρθοί τό Εὐαγγέλιο: «Ὅταν ἀναγινωσκόμενον ᾗ τὸ Εὐαγγέλιον, πάντες οἱ Πρεσβύτεροι καὶ Διάκονοι καὶ πᾶς ὁ λαὸς στηκέκωσαν μετὰ πολλῆς ἡσυχίας». Ὀρθοί ἄς ἀκούσουμε, δηλαδή ἄς ὑψώσουμε τούς λογισμούς μας καί τά ἔργα μας ἀπό τά γήϊνα κι ἄς ἀκούσουμε τό καλό μήνυμα.

Καὶ εὐλογώντας τὸν Λαὸ συνεχίζει·

Εἰρήνη πᾶσι.

Ὁ α΄ χορός· Καὶ τῷ πνεύματί σου.

Ὁ Διάκονος·

κ τοῦ κατὰ (δεῖνα) ἁγίου Εὐαγγελίου τὸ ἀνάγνωσμα.

Ὁ α΄ Ἱερέας· Πρόσχωμεν.

Ὁ Διάκονος ἀπαγγέλλει τὴν καθορισμένη Εὐαγγελικὴ περικοπὴ «ἐμμελῶς, εὐκρινῶς καὶ σεμνοπρεπῶς», σὲ ὕφος κλιτόν, ἐνῶ ὅλοι στέκονται ὄρθιοι. Σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ἀπαγγελίας ὁ α΄ Ἱερέας παραμένει στὴν ὡραία Πύλη.
Ὄχι μόνο ὀρθοί σωματικά καί ψυχικά νά ἀκούσουμε τό ἅγιο Εὐαγγέλιο, ἀλλά καί μέ εἰρήνη μέσα μας· αὐτό εὔχεται ὁ ἱερέας στόν λαό, κι ὁ λαός τό ἴδιο στόν ἱερέα.

Ἄς δοῦμε ὅμως τί μᾶς φανερώνει τό Ἱερό Εὐαγγέλιο:
α) «Ἡ δὲ τῶν σεπτῶν καὶ θείων Εὐαγγελίων ἐκφώνησις αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ ἡμῶν δηλοῖ τοὺς λόγους, τὰς ἐντολάς, τὴν ταφήν, τὴν ἀνάστασιν καὶ τὴν ἀνάληψιν», δηλαδή τό Εὐαγγέλιο εἶναι ὅσα εἶπε, ὅσα ἔπραξε κι ὅσα ἔπαθε ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἀπό τήν Γέννησή του ὡς τήν ἀνάληψη.
β) Ὁ Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Θεολόγος γράφει: «Ταῦτα δὲ γέγραπται, ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἵνα πιστεύοντας ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ», δηλαδή τό Εὐαγγέλιο δέν μᾶς διδάσκει τί ἔγινε, «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ», ἀλλά εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ γιά τόν Ἰησοῦ Χριστῷ καί ἀποβλέπει στήν σωτηρία μας.


Εκτύπωση   Email