ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ (Νικηφόρου Θεοτόκη)

1415300389 gm cmf1Αγαπητοί μου αδελφοί,

 4ύο θαύματα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού περιγράφει το σημερινό Ευαγγέλιο. Την ιατρεία της αιμορροούσης και την ανάσταση της θυγατρός του Ιαείρου.

Τι είναι όμως θαύμα; Θαύμα είναι ένα έργο που έγινε υπερβαίνοντας τους φυσικούς νόμους, πχ. Ο αστέρας που οδήγησε τους Μάγους, τους Πέρσες Βασιλείς και Αστρονόμους, από την Βαβυλώνα μέχρις ότου στάθηκε πάνω από το σπήλαιο που βρίσκονταν σπαργανωμένος ο Ιησούς.

Ας δούμε το πρώτο θαύμα:

“Τις ο αψάμενός μου;” ρώτησε ο Κύριος. Το ερώτημα αυτό περιέχει διδασκαλία αναγκαία για την σωτηρία μας: Πολλοί ακουμπούσαν και συνέθλιβαν τον Κύριο…όταν όμως η αιμορροούσα ακούμπησε το άκρο του ενδύματός του, τότε αμέσως ο Ιησούς φώναξε: “Τις ο αψάμενός μου;” Τι σημαίνει αυτό; Όλοι οι άλλοι απλώς ακουμπούσαν τον Κύριο, αλλά μόνο η αιμορροούσα έτρεχε πίσω από τον Κύριο και έλεγε νοερώς: “Εάν μόνο ακουμπήσω το ρούχο του θα σωθώ!” δηλαδή είχε προσφέρει όλον τον νου και την καρδιά και την ψυχή της στον Κύριο. Οι όχλοι μπορεί να πρόσφεραν τιμή και περιποίηση σωματική στον Κύριο΄ η αιμορροούσα τρέχοντας πίσω του προσέφερε ευλάβεια και πίστη και λατρεία, του νου και της καρδιάς της. Η προσφορά των άλλων έμεινε άκαρπη. Εκείνη, η αιμορροούσα άκουσε: “Η πίστη σου σ’ έσωκέ σε. Πορεύου εις ειρήνην και ίσθι υγιής από της μάστιγός σου” (Μαρκ. E΄, 34).

Αυτό το μάθημα μας δίδαξε ο Θεός: “αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της δυνάμεώς σου" (Δευτ.). Αυτόν τον νόμο τον επικύρωσε ο Κύριός μας λέγοντας: “αύτη εστί πρώτη και μεγάλη εντολή!” δηλαδή μας δίδαξε ποια είναι η αληθινή προσκύνηση και λατρεία, που είναι ευάρεστη να γίνεται αποδεκτή από τον Θεό.

Θα ρωτήσει όμως κάποιος: Πώς μπορεί ο άνθρωπος να αφιερώσει τον νου και την καρδιά και την ψυχή του στον Θεό; Πώς γίνεται προσκυνητής “εν πνεύματι και αληθεία” όπως είπε στην Σμαραρίτιδα, την μετέπειτα Αγία Φωτεινή;

Ο Θεός κατ’ αναλογία των πέντε αισθήσεων έδωσε στα χέρια μας πέντε βιβλία…Ποια είναι αυτά;

Το βιβλίο του θανάτου.

Το βιβλίο της ζωής.

Το βιβλίο της κρίσεως.

Το βιβλίο της κολάσεως και,

Το βιβλίο της θείας δόξας.

Όσοι διαβάζουν αυτά τα πέντε βιβλία και τα μελετούν, αυτοί αφιερώνουν τον νου, την καρδιά και την ψυχή στον Θεό και είναι οι αληθινοί μακάριοι προσκυνηταί του Θεού του ζώντος.

Ας ανοίξουμε το πρώτο βιβλίο (του θανάτου):

Ο Θεός μας είπε: “Γη ει και εις γην απελεύση” (Γεν.). Η αμαρτία προξένησε το θάνατο. Ποια τα αποτελέσματα;

Στεναχώριες, θλίψεις, ιδρώτες, κόποι κλπ. Πιο κάτω στο βιβλίο αυτό συναντούμε την περιγραφή του ευρισκομένου κοντά στον θάνατο: Στο κρεβάτι του πόνου: Σ’ αυτό τόσο ο φτωχότατος και άσημος άνθρωπος, όσο και ο ένδοξος Βασιλιάς έχουν τον ίδιο αγώνα: Τρέμουν από τον φόβο, υποφέρουν απερίγραπτα και δεν έχουν κανέναν να τους  βοηθήσει, διότι ούτε ο πλούτος, ούτε τα αξιώματα, ούτε ο γιατρός, ο φίλος, ο συγγενής, ο αδελφός, ο πατέρας, η μητέρα μπορούν έστω και λίγο να βοηθήσουν. Πού είναι τα κτήματα, τα χρήματα, η ομορφιά και η ωραιότης του προσώπου, το άνθος της νεότητος;

Η ανάγνωση του βιβλίου αυτού ζωγραφίζει λαμπρά την ματαιότητα του κόσμου, και ότι όλα είναι σκιά, καπνός, όνειρο…! “Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης!” (Σολ.). Έτσι η ψυχή πείθεται να αποβάλει έξω την λυσσώδη επιθυμία των ανθρωπίνων πραγμάτων και να βάλει μέσα της την επιθυμία των αφθάρτων ουρανίων αγαθών.

Ας ανοίξουμε όμως το δεύτερο βιβλίο (της ζωής):

Αυτό το βιβλίο μας διδάσκει την σάρκωση του Λόγου, δηλ. την έλευση του Υιού του Θεού στον κόσμο, ο οποίος έγινε άνθρωπος, ίνα οι άνθρωποι “ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσι”, όπως μας λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Βλέπουμε τον Θεό από αγάπη να αναλαμβάνει την ανθρώπινη φύση για να ενώσει τον άνθρωπο με τον Θεό, από τον οποίο είχε χωριστεί με την αμαρτία. Στο βιβλίο αυτό βλέπουμε τον Χριστό μας να πάσχει επί Ποντίου Πιλάτου, υβριζόμενον, βλασφημούμενον, στεφανωμένον με ακάνθινο στεφάνι, μαστιγούμενον, χτυπόμενον με καλάμι στην κεφαλή, εμπτυόμενον σηκώνοντα τον Σταυρό του και επί του Σταυρού στον Γολγοθά κρεμάμενον, ανάμεσα σε δύο ληστές, χολή και όξως ποτιζόμενον, αποθνήσκοντα και ενταφιαζόμενον, αναστημένον και αναλαμβανόμενον στους ουρανούς, και αποστέλλοντα το Άγιον Πνεύμα στους Αποστόλους με πύρινες γλώσσες και φωτίζοντα την οικουμένη για να αναστηθούμε εμείς από τον θάνατο, και να αναλάβουμε την ζωή που απολέσαμε…Εάν συχνά μελετούμε αυτό το βιβλίο, δηλαδή αναλογιζόμαστε τα όσα έπαθε ο αναμάρτητος Χριστός για μας, τότε φλέγεται ι καρδιά μας προς την αγάπη του ευεργέτου μας και Σωτήρος Χριστού.

Αν τούτο δεν συμβαίνει, σημαίνει ότι η καρδιά μας είναι σκληρότερη από την πέτρα, η συνείδησή μας είναι τελείως πορωμένη, είμαστε αμετανόητοι, και ως τέτοιοι αν δεν μετανοήσουμε για όσα πράξαμε, θα είμαστε απολόγητοι μπροστά στον Θρόνο του Χριστού.

Ας διδαχθούμε από τον Ληστή μετάνοια και εξομολόγηση, που τον έβαλαν σε μία στιγνή στον Παράδεισο, διότι πρώτον μετανόησε λέγοντας “άξια ων επράξαμεν απολαμβάνομεν”, και εξομολογήθηκε στον Χριστό λέγοντας: “Μνήσθητί μου Κύριε όταν έλθεις εν τη Βασιλεία σου!” και τι απάντησε ο Κύριος; “Αληθώς λέγω σοι, σήμερον μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω”!

Ας ανοίξουμε τα αυτιά μας για να ακούσουμε καλά πως η μετάνοια και εξομολόγηση μας χαρίζουν τον Παράδεισο με την αγάπη του Θεού.

Τώρα ας ανοίξουμε το τρίτο βιβλίο (της κρίσεως):

Τι βλέπουμε; Μπροστά στον Θρόνο του Θεού έναν ποταμό πύρινο: Όπως μετά από μία έκρηξη ηφαιστείου η πύρινη λάβα κατεβαίνει τις πλαγιές σαν ποτάμι. Τέτοιος είναι ο ποταμός προ του Θεού:

Παρίστανται χιλιάδες Αγγέλων και μυριάδες μυριάδων ανθρώπων. Στο κριτήριο κάθεται ο δικαιότατος Κριτής. Βλέπουμε να ανοίγονται τα βιβλία, όπου είναι γραμμένα τα έργα, τα λόγια, οι ενθυμίσεις μας. Όσα δεν εξομολογηθήκαμε με μετάνοια και δεν σβήστηκαν από τα βιβλία!...

Βλέπουμε τον κριτή να χωρίζει τους δικαίους από τους αμαρτωλούς, όπως ο τσομπάνος χωρίζει τα πρόβατα από τα γίδια. Τότε ακούμε προς τους εκ δεξιών: “Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν Βασιλείαν…κλπ…”, ακούμε δε και την φωνή προς τους εξ αριστερών: “Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον”….

Όσο περισσότερο μελετούμε αυτό το βιβλίο τόσο περισσότερο στηρίζεται στον νου μας η ενθύμηση του φοβερού Κριτού και η μνήμη της φρικτής και αμετάθετης Αποφάσεως, η οποία μαραίνει την φλόγα των σαρκικών ορέξεων και διεγείρει την ψυχή μας στον έρωτα της επουρανίου Βασιλείας.

Τέταρτο βιβλίο, Της κολάσεως:

Το ανοίγουμε: Αυτό κατεβάζει τον νου μας στον Άδη: Εκεί βλέπουμε τη γλώσσα των καταλάλων, των συκοφαντών, των επιόρκων, των αισχρολόγων, των υβριστών, των βλασφήμων κλπ, φλογιζόμενη και καιόμενη υπό της γεένης. Βλέπουμε τους άπιστους, τους λερωμένους με σαρκικά αμαρτήματα, τους φονείς, τους πόρνους, τους μάγους, τους αρσενοκοίτες, τους ειδωλολάτρες, τους ψεύτες: Που; Μέσα στην λίμνη την καιόμενη και φωτιά και θειάφι, που είναι ο δεύτερος θάνατος. Βλέπουμε αυτούς που αδίκησαν τα ορφανά, τους πτωχούς και της χήρες.

Ας επαναλάβουμε τα λόγια του Κυρίου μας: “Εκεί είναι ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων, σκότος εξώτερον, πυρ αιώνιο, σκώληξ ακοίμητος, τάταρος και απελπισμός παντέλειος”.

Όσες φορές μελετούμε με προσοχή αυτό το βιβλίο, τόσος φόβος και τρόμος πέφτει στην καρδιά μας, ώστε ο νους μας χωρίζεται από τους αισχρούς της αμαρτίας λογισμούς και βυθίζεται στα άγια νοήματα των αρετών.

Πέμπτο και τελευταίο βιβλίο, (της επουρανίου δόξης):

Είναι μακάριος ο άνθρωπος που διαβάζει καθημερινά την επουράνια δόξα, ανεβάζει τον νου του στον ουρανό και βλέπει και ακούει όσα είναι αδύνατο να περιγράψει με λόγια: Τι βλέπουμε στον ουρανό; Το τοίχος της πόλεως της Άνω Ιερουσαλήμ, κατασκευασμένο από Ίασπι, τους δώδεκα πυλώνες της πόλεως, και αυτοί είναι δώδεκα μαργαριτάρια, όλη την πόλη κατασκευασμένη από χρυσάφι, βλέπουμε τον Ναό που είναι ο τρισυπόστατος Θεός και ο σεσαρκωμένος Λόγος, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Τότε ακούμε τον Δαβίδ να φωνάζει: “Ως αγαπητά τα σκηνώματά σου Κύριε των Δυνάμεων! Επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τα αυλάς του Κυρίου, η καρδία μου και η σαρξ μου ηγαλλιάσαντο επί Θεόν ζώντα”.

Βλέπει ακόμη ο μακάριος άνθρωπος το ανέσπερο φως, τα σκηνώματα του Κυρίου, την Βασίλισσα και Μητέρα αυτού δεξιά του Κυρίου μας “εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένην πεποικιλμένην” την άμεμπτη παρθενία και όλων των αρετών τις λαμπρότητες, τους χορούς των Προφητών και Αποστόλων, τα τάγματα των Μαρτύρων, τους Ιεράρχες, τους Αγίους Ασκητές, όλους τους δικαίους και τις ταξιαρχίες των Αγγέλων, που ψάλλουν ακατάπαυστα τον επινίκιο ύμνο: “Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ…”.

Μακάριος ο άνθρωπος που μελετά με το νου του τα πέντε αυτά βιβλία. Να λοιπόν αδερφοί μου αγαπητοί το πώς μπορεί ο άνθρωπος, αν θέλει, σε κάθε τόπο και σε κάθε κατάσταση και περίσταση να αφιερώνει το νου, την ψυχή και την καρδιά του στον Θεό, που ήταν ένα ερώτημα στην αρχή της ομιλίας.

Παρά ταύτα όμως θα μπορούσε κάποιος να κάνει της εξής ένσταση:

Πως μπορούν οι άνθρωποι που ζουν στον κόσμο ν’ αφιερώσουν όλον τον νου τους στη μελέτη του Θεού;

Ο ένας είναι καθηγητής ο άλλος γιατρός, δικηγόρος ο άλλος έμπορος, γεωργός κλπ.

Πείτε μου όμως: Πώς αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι αφιερώνουν όλον τον νου τους σε αυτά που βλάπτουν την ψυχή τους και όχι στις υποθέσεις τους;

Πώς ο ένας αντί να έχει τον νου του στο επάγγελμά του το έχει στην φιλαργυρία και πλεονεξία;

Πώς ο άλλος αφιερώνει τον νου του και την καρδιά του όχι στο έργο του αλλά στα κάλλη αυτής που αγαπάει;

Πώς ο άλλος; πώς ο άλλος;…Ρωτάτε το πώς;

Αυτό είναι φανερό! Με την δική του θέληση ο καθένας. Η θέληση βρίσκει το πώς…!

Ποιος είναι εκείνος ο άνθρωπος, ο οποίος, όταν θέλει, δεν μπορεί ούτε μια ώρα κάθε μέρα να αφήσει κατά μέρος τις υποθέσεις των ματαίων και προσκαίρων πραγμάτων του κόσμου αυτού, και να στοχαστεί τον θάνατο, την ζωή, την κρίση, την κόλαση, τον Παράδεισο; Δηλαδή τα πέντε βιβλία που είπαμε;

Ούτε κόπος χρειάζεται, ούτε αγώνας, ούτε χρήματα, ούτε, ούτε,…ώστε όποιο πράγμα και να φέρνουμε στον νου μας να θυμόμαστε αυτόν που έφτιαξε τα πάντα:

Βλέπουμε τον Ήλιο, τα αναρίθμητα αστέρια, την Σελήνη, που δισεκατομμύρια χρόνια δεν άλλαξαν καθόλου τις θέσεις τους, τους χρόνους κινήσεως, τις δυνάμεις που τα συγκρατούν, τα αναρίθμητα ζώα και φυτά και θαλάσσια όντα, την ωραιότητα και το κάλος του προσώπου του ανθρώπου, την συμμετρία του αναστήματος και των μερών και των μελών του ωραίου ανθρώπου, που όλα αυτά σαν σάλπιγγα κηρύττουν την πάνσοφη αρχιτεκτονική και χρωματουργική σοφία του Δημιουργού.

Αδελφοί μου,

“Η Βασιλεία των Ουρανών βιάζεται και οι βιασταί αρπάζουν αυτήν”. (Ματθ.) Αυτής της Βασιλείας, επουράνιε Βασιλεύ, Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, αξίωσε και μας, να γίνουμε πολίτες της. Ότι σον το Κράτος και σου εστίν η Βασιλεία και η δύναμης και η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων, Αμήν.


Εκτύπωση   Email