ΚΥΡΙΑΚΗ Θ´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

9 mathaioy

15λες οἱ Εὐαγγελικές Περικοπές, πού διαβάζονται κατά τίς Κυριακές τοῦ καλοκαιριοῦ, ἀναφέρονται σέ κάποιο θαῦμα πού ἔκανε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Καί ὅλες, ὡς σκοπό τους ἔχουν, νά ἀποδείξουν, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι πράγματι Θεός.
Στό σημερινό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα εἴδαμε τόν Χριστό νά περπατάει πάνω στά ἀφρισμένα κύματα τῆς λίμνης τῆς Γαλιλαίας. Μέ τήν ἄδεια καί τήν ἐντολή του στήν συνέχεια ἄρχισε νά περπατάει καί ὁ Πέτρος.

Προκαλεῖ μεγάλο θαυμασμό ἡ τόλμη καί τό θάρρος πού ἐπέδειξε ὁ Πέτρος, ὅταν ζήτησε νά περπατήσει πάνω στά ἀγριεμένα κύματα. Ὁ ἴδιος γνώριζε ἀπό θάλασσα. Εἶχε πικρή πείρα ἀπό τούς θυμούς καί τίς φουρτοῦνες της. Καί ἄλλη φορά κινδύνεψαν νά πνιγοῦν καί κατέφυγαν στήν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ἔτρεξαν κοντά του καί ζήτησαν ἀπεγνωσμένα τήν βοήθειά του: «Κύριε, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολλύμεθα».
Τί τόν ἔκανε τώρα νά ἀψηφήσει τόν κίνδυνο καί τόν φόβο τοῦ καταποντισμοῦ; Τί ἄλλο; παρά ἡ μεγάλη ἀγάπη, πού ἔτρεφε στόν Διδάσκαλο. Εἶχε ἔντονη τήν ἐπιθυμία νά σπεύσει πρός συνάντηση τοῦ Χριστοῦ. Πρῶτος αὐτός νά πάει κοντά του. Καί αὐτή ἡ ἀγάπη τόν παρακινεῖ σ᾿ αὐτό τό τολμηρό ἔργο. Τό ἴδιο ἔκανε καί κάποια ἄλλη φορά, ὅταν ἔπεσε στό νερό, γιά νά πάει κολυμπώντας γρηγορότερα ἀπό τούς ἄλλους μαθητές, ὅταν ὁ Κύριος περίμενε στήν παραλία.
Τό ζήτησε αὐθόρμητα, μέ λαχτάρα ρίχτηκε στό νερό, ἀλλά ἡ ὀλιγοπιστία του παρά λίγο νά τοῦ στοιχίσει, ὄχι μόνο τήν χαρά νά πάει κοντά στόν Χριστό, ἀλλά νά χάσει καί τήν ἴδια του τήν ζωή του.
Ξεκίνησε μέ μεγάλη πίστη. Πέτυχε κάτι ἀδιανόητο γιά τήν ἀνθρώπινη λογική, μά δέν τά κατάφερε μέχρι τό τέλος. Γιατί; Γιατί δέν ἔμεινε σταθερός στήν προηγούμενη δυνατή πίστη του.  
Αὐτό εἶναι ἕνα μεγάλο δίδαγμα γιά μᾶς. Γιατί κι᾿ ἐμεῖς συνήθως ξεκινᾶμε τήν χριστιανική μας ζωή μέ ζῆλο καί πόθο. Θέ-λουμε νά πᾶμε κοντά στόν Χριστό μέ ἐνθουσιασμό. Παίρνουμε τόν δρόμο, γιά νά τόν πλησιάσουμε, νά συναντηθοῦμε μαζί του: ἄλλος στήν ἀρχή, ἄλλος στήν πορεία καί ἄλλος στό τέλος τῆς ζωῆς μας. Ὅμως ὁ δρόμος αὐτός δέν εἶναι στρωμένος πάντοτε μέ ροδοπέταλα. Ὁ δρόμος τῆς ἀρετῆς εἶναι ἀνηφορικός καί δύσκολος. Συχνά συναντοῦμε καταιγίδες ἤ μᾶς χτυποῦν τά ἀγριεμένα κύματα τῆς ζωῆς. Πῶς τό λέει αὐτό ὁ ψαλμωδός; "Τοῦ βίου τήν θάλασσαν ὑψουμένην καθορῶν". Τότε ὁ ζῆλος μας μαραίνεται, ὁ ἐνθουσιαμός μᾶς ἐγκαταλείπει καί ἀλλάζουμε πορεία.
Ἡ ὀλιγοπιστία καί ἡ ἀμφιβολία κυριεύουν πολλές φορές ἀκόμη καί τούς πνευματικούς ἀνθρώπους. Φαίνεται πώς ὁ ἄνθρωπος δέν στηρίζεται πάντοτε στήν ἀγάπη καί στήν προστασία τοῦ Θεοῦ, οὔτε θυμᾶται πάντοτε τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Ἀκολουθεῖ ὅ,τι τοῦ ὑπαγορεύει ἡ ἀνθρώπινη λογική.
Ὅμως, πρέπει νά γνωρίζουμε, ὅτι σ᾿ αὐτήν τήν προσπάθειά μας δέν εἴμαστε μόνοι. Στό τιμόνι τῆς ζωῆς μας στέκει ὁ Χριστός, καί μακάρι νά τόν ἀφήναμε νά μᾶς ὁδηγεῖ πάντοτε Ἐκεῖνος. Εἶναι ἕτοιμος νά ἁπλώσει τό παντοδύναμο καί προστατευτικό του χέρι, γιά νά μᾶς βοηθήσει. Ἐκεῖνος πού ἐνίσχυσε τόν Πέτρο νά περπατήσει πάνω στά κύματα, ὁ ἴδιος θά τόν ἐνίσχυε νά ἀντισταθεῖ καί στόν ἰσχυρό ἄνεμο. Ἡ πίστη καί ἡ ἐμπιστοσύνη στόν Χριστό εἶναι σωσίβιο, πού ὁδηγεῖ στήν γαλήνη καί στήν σωτηρία. Ἐκεῖνος ἄλλωστε μᾶς τό ὑποσχέθηκε  καί δέν παίρνει τόν λόγο του πίσω, ὅπως συνήθως κάνουμε ἐμεῖς. «Οὐ μὴ σὲ ἀνῶ, οὐδ᾿ οὐ μὴ σὲ ἐγκαταλίπω». Δέν θά σέ ἀφήσω μόνο οὔτε θά σέ ἐγκαταλείψω.
Κάποτε, λέει μιά ἱστορία, ἕνας χριστια-νός παραπονιόταν στόν Θεό. Εἶπες Θεέ μου, τοῦ λέει, ὅτι θά μέ βοηθήσεις, θά εἶσαι πάντοτε μαζί μου, δέν θά μέ ἀφήσεις στίς δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς μου, μά δέν τό ἔκανες. Τόν πῆρε τότε ὁ Θεός ἀπό τό χέρι καί πήγαιναν πρός τά πίσω, στόν δρόμο τῆς ζωῆς του. Βλέπεις, τοῦ εἶπε ὁ Θεός. Στόν δρόμο φαίνονται δύο ἴχνη, δύο πατημασιές, οἱ δικές μου καί οἱ δικές σου. Νά ὅμως, εἶπε ὁ ἄνθρωπος,  στίς δύσκολες ὧρες οἱ πατημασιές εἶναι τοῦ ἑνός, πού σημαίνει ὅτι εἶναι οἱ δικές μου. Τότε ἦταν πού μέ ἐγκατέλειψες. Ὄχι, τοῦ εἶπε ὁ Θεός. Οἱ πατημασιές αὐτές εἶναι δικές μου. Καί ἐγώ πού ἤμουν; ρώτησε μέ ἀπορία ὁ ἄνθρωπος. Στίς δύσκολες στιγμές, τοῦ ἀπάντησε ὁ Θεός, σέ εἶχα στά χέρια μου, ἤσουν μέσα στήν ἀγκαλιά μου!
Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ἡ ζωή τῶν ἀνθρώπων εἶναι μιά θάλασσα πραγματική. Εἶναι ἕνα πέλαγος ἀληθινό, καί ἐμεῖς ταξιδιῶτες σ᾽ ἕναν κόσμο, πού τίς περισσότερες φορές εἶναι φουρτουνιασμένος. Ἔτσι τό πλοῖο τῆς ζωῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου, σάν τό πλοῖο τῶν Μαθητῶν τήν ἄγρια ἐκείνη νύκτα στήν λίμνη τῆς Γεννησαρέτ, εἶναι σχεδόν πάντοτε «βασανιζόμενον ὑπό τῶν κυμάτων».
Ὁ ἀνεμοδαρμός καί ἡ θαλασσοταραχή μᾶς ἔγιναν μόνιμοι σύντροφοι. Καί ἐμεῖς παλεύουμε μέ δύναμη καί θάρρος, μά πολλές φορές οἱ τρικυμίες ἔρχονται ἡ μιά κοντά στήν ἄλλη, χωρίς νά μᾶς ἀφήσουν νά πάρουμε οὔτε μιά ἀναπνοή. Πότε οἱ ἀρρώστειες, πότε οἱ ἀτυχίες, πότε ὁ διασυρμός καί ἡ συκοφαντία, πότε ἡ ἀδιαφορία καί πότε ἡ ἀπόγνωση.
Καί ἐδῶ εἶναι τό σπουδαῖο. Γιατί τίς τρικυμίες τῆς ζωῆς ὅλοι τίς βλέπουν καί ὅλοι μποροῦν νά ζητήσουν  ἤ καί νά δώσουν βοήθεια. Μά τίς τρικυμίες πού σηκώνονται ἄγριες στό πέλαγος τῆς καρδιᾶς καί στόν ὠκεανό τῆς ψυχῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου, δέν μπορεῖ κανείς, ἐκτός ἀπό τόν ἴδιο, νά τίς δεῖ καί νά τίς νοιώσει. Ἕνας μόνον Δυνατός καί μοναδικός ὑπάρχει, πού γνωρίζει καί μπορεῖ νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Ἐκεῖνος πού «ἐτάζει καρδίας καί νεφρούς» καί «τά κρύφια τῶν ἀνθρώπων ἐπιστάμενος μόνος». Μόνον Αὐτός «ὁ περιπατῶν ἐπί τῆς θαλάσσης», ὁ Κύριος Σαββαώθ, ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων, ὁ Λυτρωτής καί πηδαλιοῦχος τοῦ πλοιαρίου τῆς ζωῆς μας. Κανένας ἄλλος δέν μπορεῖ νά φέρει τή γαλήνη στήν ταραγμένη ψυχή.
Μήν λησμονοῦμε ποτέ, ὅτι ὁ Θεός εἶναι πάντοτε παρών, ἕτοιμος νά ἐπέμβει καί νά μᾶς βοηθήσει.Ἡ πίστη μας καί ἡ ἐμπιστοσύνη μας στόν Θεό γίνονται ἄγκυρα, καί  σανίδα σωτηρίας. Μόνο πού δέν ἀρκεῖ ἡ ἄγκυρα ἤ ἡ σανίδα. Πρέπει νά ἀξιοποιήσουμε σωστά καί τά δύο. Ἄν δέν ρίξουμε, δέν ἀπελευθερώσουμε τήν ἄγκυρα ἤ δέν ἀγκαλιάσουμε τήν σανίδα, ἐμεῖς οἱ ναυαγοί τῆς ζωῆς, δέν μποροῦμε νά σωθοῦμε. Ὁ καταποντισμός θά εἶναι βέβαιος. Ὅμως, ὅπου καί ἄν στραφοῦμε, θά δοῦμε τό στιβαρό χέρι τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό μήν ἀφήνουμε τόν ἄνεμο τῆς ὀλιγοπιστίας νά σκορπίσει τήν πίστη μας. Μήν μᾶς τρομοκρατοῦν τά κύματα τῆς ἀπελπισίας. Ὅταν ἐμεῖς λιγοψυχοῦμε καί, σάν τόν Πέτρο, κινδυνεύουμε νά ἀφανισθοῦμε στά μανιώδη κύματα τῆς ζωῆς, Ἐκεῖνος - φτάνει νά τοῦ φωνάξουμε μέ τήν ἀπεγνωσμένη κραυγή τοῦ Πέτρου: «Κύριε, σῶσον» - ἁπλώνει τό Θεϊκό του χέρι καί μᾶς σώζει μέ εὐσπλαχνία, λέγοντάς μας στοργικά: «Ὀλιγόπιστε εἰς τί ἐδίστασας;»  
Χαρά σ᾽ ἐκείνους, λοιπόν, πού μέσα στίς τρικυμίες τῆς ζωῆς τους ἀποζήτησαν μέ ὅλη τήν δύναμή τους τόν Χριστό. Αὐτοί μαζί Του μπῆκαν στό πλοῖο Του, ἐκεῖ πού βασιλεύει πάντα ἡ γαλήνη ἡ εὐτυχία καί ἡ χαρά. Εἴθε ὁ Κύριος νά μᾶς χαρίζει πάντα τήν γαλήνη καί τήν εἰρήνη του.


Εκτύπωση   Email