ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ

cebf-cf87cf81ceb9cf83cf84cebfcf83-ceb9cf89cebcceb5cebdcebfcf83-cf84cebfcebd-ceb5ceba-ceb3ceb5cebdceb5cf84ceb7cf83-cf84cf85cf86cebbcebf1

«Τί σοι θέλεις ποιήσω;»

5ἶναι πολύ θλιβερή ἡ εἰκόνα τοῦ τυφλοῦ, πού μᾶς διηγεῖται ἡ σημερινή Εὐαγγελική περικοπή, ὁ ὁποῖος ζητιανεύει σέ κάποιο δρόμο τῆς Ἱεριχοῦς. Τόσο παραστατικά ζωγραφισμένη ἀπό τήν εὐαγγελική πέννα τοῦ ἀποστόλου Λουκᾶ, πού φέρνει στή σκέψη μας τούς τυφλούς τῆς δικῆς μας ἐποχῆς.

Ὄχι τόσο τούς τυφλούς ἐκείνους πού στεροῦνται τή φυσική ὅραση καί δέν μποροῦν νά χαροῦν τίς ὀμορφιές τοῦ φυσικοῦ κόσμου, ὅσο τούς ἄλλους τυφλούς, τούς ψυχικά τυφλούς, οἱ ὁποῖοι στεροῦνται τό φῶς τῆς Πίστεως καί εἶναι ἀνίκανοι νά ἀπολαύσουν τήν ὀμορφιά τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί νά γευθοῦν τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὁ τυφλός τῆς Ἱεριχοῦς, ὅπως ἄλλωστε καί κάθε τυφλός, ζεῖ μέσα σ’ ἕνα ἀτέλειωτο σκοτάδι. Κάθεται στό σταυροδρόμι καί δέχεται τά ξεροκόμματα καί τίς πενταροδεκάρες τῶν περαστικῶν, στίς ἁπλωμένες παλάμες του.

Τίποτα δέν μπορεῖ νά τοῦ δώσει τήν εὐτυχία παρά μόνο τό φῶς, τό ὁποῖο ζητᾶ μέ τόση λαχτάρα. «Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω» εἶναι ἡ κραυγή, ἡ ἀπάντηση στό ἐρώτημα τοῦ Ἰησοῦ: «Τί σοι θέλεις ποιήσω;». Τί θέλεις νά σοῦ κάνω; Τί νά σοῦ προσφέρω; Ἐκεῖνος προτίμησε τό καλύτερο, πού εἶχε νά ἐκλέξει γιά τήν περίπτωσή του. Θέλω «ἵνα ἀναβλέψω».

Θά μποροῦσε νά ζητήσει χρήματα, γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τή φτώχεια του. Ἀλλά πολύ ὀρθά ζήτησε νά ἔχει τήν ὅρασή του, ὁπότε, ἄν δούλευε, θά ἐξοικονομοῦσε καί χρήματα.

Τί θά ζητοῦσαν ἄραγε οἱ σημερινοί ἄνθρωποι; Τί θά ζητούσαμε ἐμεῖς ὅλοι, ἄν μιά παρόμοια ἐρώτηση μᾶς ἔκανε ὁ Κύριος; Ποιές θά ἦταν οἱ προτιμήσεις μας; Ἔχουμε ἀσφαλῶς πολλές ἀνάγκες, ἀλλά ποιές ἀπ’ αὐτές εἶναι οἱ πιό ἐπείγουσες καί σημαντικές πού ἀπαιτοῦν τήν ἄμεση ἱκανοποίησή τους καί θεραπεία;

Νά ἕνα ἐρώτημα στό ὁποῖο ὁ καθένας θά δώσει τή δική του ἀπάντηση. Μπορεῖ βέβαια ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά ἔχουμε βασικά τίς ἴδιες περίπου ἀνάγκες ὑλικές ἤ πνευματικές, ἀλλά τίς προσωπικές μας ἀνάγκες ὁ καθένας τίς βλέπει μέ τό δικό του πρίσμα καί δίνει βαρύτητα ἀνάλογα μέ τό τί πιστεύει καί τί ἐπιθυμεῖ.

Ἄν εἴμασταν γνήσιοι ἄνθρωποι, ὅπως βγήκαμε ἀπό τά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ, θά ἔπρεπε ὅλοι νά ἀξιολογοῦμε τίς ἀνάγκες μας κατά τόν ἴδιο τρόπο. Ὅμως λόγω τῆς ἁμαρτίας, σκοτίστηκε ὁ νοῦς μας, διεφθάρθηκε ἡ καρδιά μας, ἀσθένησε ἡ συνείδησή μας καί διεστράφηκε ὁ χαρακτήρας μας. Ἔτσι λοιπόν, ἀνάλογα μέ τό βαθμό τῆς πνευματικῆς μας ἀσθένειας καί διαστροφῆς, ἀξιολογοῦμε καί διαφοροποιοῦμε ὁ καθένας τίς ἀνάγκες μας καί τίς προτιμήσεις μας, πού γίνονται στόχος τῶν προσπαθειῶν μας ἤ ἀντικείμενο τῶν προσευχῶν μας.

Νά ἀναφέρω μερικά παραδείγματα, γιά νά γίνει τό πρᾶγμα περισσότερο κατανοητό.

* Ἔχουμε, ἄς ὑποθέσουμε, μιά οἰκογένεια πού ὑποφέρει οἰκονο­μικά. Ἡ ἀνάγκη της δέν εἶναι πάντοτε ἡ φτώχεια αὐτή καθ’ ἑαυτήν. Θά μποροῦσε ἡ φτώχεια, σέ πολλές περιπτώσεις, νά περιοριστεῖ ἤ καί νά ἐξαφανιστεῖ τελείως, ἄν γιά παράδειγμα βρισκόταν ἐργασία γιά τόν πατέρα, διότι ἐργασία ὑπάρχει, ἤ ἄν δέν ἦταν μέθυσος καί χαρτοπαίκτης καί γενικά ἄν δέν ἦταν σπάταλα τά μέλη αὐτῆς τῆς οἰκογένειας, διότι λεφτά βγάζουν ἤ ἄν δέν ἦταν ματαιόδοξα, διότι κάνουν τελείως περιττές δαπάνες μιμούμενοι καί συναγωνιζόμενοι ἄλλους, πού ἔχουν πολλά χρήματα. Ἡ ἀνάγκη ἐδῶ, δηλαδή ἡ ἀρρώστια πού θέλει θεραπεία, δέν εἶναι ἡ φτώχεια, ἀλλά ἡ τεμπελιά, τό πνεῦμα τῆς σπατάλης καί τῆς ἐπίδειξης.

Πολλοί ἄνθρωποι ὑποφέρουν ὄχι τόσο ἀπό φτώχια χρημάτων, ὅσο ἀπό φτώχια οἰκονομίας καί νοικοκυρωσύνης, ἀπό φτώχια πνεύματος καί συνέσεως.

* Ἕνα ἄλλο παράδειγμα. Ἀγωνιζόμαστε καί προσευχόμαστε γιά τά παιδιά μας, ὥστε νά ἀποκτήσουν μόρφωση καί περιουσία. Κι αὐτά δέν πρέπει νά τά ἀπορρίψουμε. Καί γι’ αὐτά ἔχουμε ὄχι μόνο ὑποχρέωση, ἀλλά καί καθῆκον νά φροντίσουμε. Ὅμως τό σπουδαιότερο ἐφόδιο, πού πρέπει νά ἀποκτήσουν τά παιδιά μας, εἶναι ἡ χριστιανική πίστη καί ζωή. Χωρίς αὐτά θά γίνουν ἕρμαια τῆς ἁμαρτίας καί τότε θά ἐγκαταλείψουν τίς προσπάθειες γιά μόρφωση. Χωρίς αὐτά καί περιουσία νά τούς ἀφήσουμε θά τήν ἐξανεμίσουν. Ἡ πρώτη καί βασική λοιπόν ἀνάγκη εἶναι ἡ χριστιανική ἀγωγή. Ὅλα τά ἄλλα θά ἔρθουν μόνα τους, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς πρώτης.

* Καί ἕνα τρίτο παράδειγμα. Ἄς πάρουμε ἕνα ἀνδρόγυνο πού δέν συμφωνεῖ, πού συνεχῶς συγκρούεται καί ἀπειλεῖται μέ διαζύγιο. Ὑποφέρει, γιατί ἀκόμη δέν μπόρεσε νά βρεῖ καί νά ἐξαλείψει τήν αἰτία τοῦ κακοῦ. Ἡ αἰτία δέν εἶναι οἱ ἄλλοι. Οἱ ἄλλοι, εἴτε λέγονται συγγενεῖς, εἴτε τρίτο πρόσωπο, εἴτε διάφοροι ἐχθροί, τό πολύ-πολύ μπορεῖ νά εἶναι ἕνας πειρασμός. Οὔτε πάλι ἡ αἰτία τῆς δυσαρμονίας εἶναι οἱ διάφορες ἐξωτερικές συνθῆκες ἤ ἀσθένειες, ἤ ἡ οἰκονομική δυσχέρεια. Ἀντίθετα, ὅταν ὑπάρχει καλή διάθεση, ὅλα αὐτά γίνονται ἀφορμή νά συσφιχθεῖ περισσότερο ὁ δεσμός τῆς ἀγάπης.

Ἡ αἰτία τῆς οἰκογενειακῆς δυστυχίας εἶναι ἡ ἁμαρτία, πού ἔχει φωλιάσει στήν ψυχή τοῦ ἑνός ἤ τῆς ἄλλης ἤ καί τῶν δύο μαζί καί λέγεται ἐγωϊσμός, ἀνηθικότητα, ἔλλειψη ἀγάπης, ἀδιαφορία καί ὁτιδήποτε ἄλλο.

Ἑπομένως ἡ βαθύτερη ἀνάγκη αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ μετάνοια. Ἐκεῖνο πού τούς λείπει εἶναι ὁ Χριστός καί ὄχι ἡ ἁρμονία. Ἡ οἰκογενειακή ἁρμονία θά ἔρθει σάν ἀποτέλεσμα, ἄν προηγηθεῖ ἡ μετάνοια καί τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθύνεται πρός τούς Χριστιανούς ὅλων τῶν ἐποχῶν καί τούς συμβουλεύει: «τά ἄνω ζητῆτε». Κι αὐτό γιατί γνώριζε πολύ καλά ὅτι ἡ ἐπιδίωξη καί ἡ ἐπιτυχία τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν ἔχει πολύ μεγαλύτερη ἀξία ἀπό τά γήϊνα.

Σέ μιά παρόμοια περίπτωση ὁ Κύριός μας στήν ἐπί τοῦ Ὄρους ὁμιλία Του εἶπε, ὅτι πάνω ἀπό τήν ἐνδυμασία καί τίς τροφές καί ἀπό ὅλες τίς ἀνάγκες τοῦ σώματος πρέπει νά ἐπιδιώκουμε τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τή δικαιοσύνη Του. Καί γιά νά μήν παρανοηθοῦν μέ τήν προτίμηση αὐτή οἱ ὑλικές μας ἀνάγκες πρόσθεσε: «Ταῦτα πάντα (δηλ. ἐνδυμασία, τροφή κ.λπ.) προστεθήσεται ὑμῖν».

Καί ὅταν κάποτε ὁ Κύριος ρώτησε τούς μαθητές Του τί τούς λείπει καί τί θά ἤθελαν ἀπ’ Αὐτόν, ἐκεῖνοι τοῦ ἀπάντησαν: «Κύριε, πρόσθες ἡμῖν πίστιν». Ἄν ἔκριναν μέ ἀνθρώπινα μέτρα, θά ἔπρεπε νά ζητήσουν ἐξουσίες, δύναμη, ὑλικά ἀγαθά.

Ὁ προφητάναξ Δαυίδ στήν προσευχή του ἔλεγε: «Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός» (Ψαλμ. ν, 12).

Ὁ δέ ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας στόν Τιμόθεο τοῦ εὔχεται: «Δώη σοι Κύριος σύνεσιν ἐν πᾶσι» (Β΄ Τιμοθ. β, 7).

Πολλά ἀπ’ αὐτά πού ζητοῦν οἱ ἄνθρωποι ἀπό τόν Θεό εἶναι παράλογα ἤ ἀκόμη καί ἁμαρτωλά. Δέν ἔχουμε τό δικαίωμα, γιά παράδειγμα, νά παρακαλοῦμε νά κλείσει τό μαγαζί τοῦ γείτονά μας γιά νά ἔχει δουλειά τό δικό μας. Ἤ νά διαλυθεῖ ἕνας ἀρραβῶνας ἤ καί ἕνας γάμος γιά νά γίνει δικό μας ἕνα πρόσωπο. Ἤ νά ἀποτύχει ὁ ἄλλος στίς ἐξετάσεις γιά νά ἐξασφαλίσουμε τή δική μας ἐπιτυχία.

Ἄλλα πάλι αἰτήματα μπορεῖ νά μήν εἶναι παράλογα καί ἄδικα, δέν εἶναι ὅμως καί οὐσιώδη. Αὐτός εἶναι ἕνας ἀπό τούς λόγους, γιά τούς ὁποίους πολλές φορές ὁ Θεός δέν ἀπαντάει στίς προσευχές μας: «Αἰτεῖτε καί οὐ λαμβάνετε, διότι κακῶς αἰτεῖσθε, ἵνα ἐν ταῖς ἡδοναῖς ὑμῶν δαπανήσητε» (Ἰακ. δ, 3).

Σέ πολλούς ἀπό μᾶς θά ἔλεγε ὁ Κύριος τό: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾶς καί τυρβάζης περί πολλά, ἑνός δέ ἐστι χρεία» (Λκ. 1, 41-42). Πολλές φορές ξεχνοῦμε αὐτό τό ἕνα πού εἶναι ὁ Χριστός, πού εἶναι ἡ σωτηρία μας. Πολλοί ἄνθρωποι δέν ξέρουν τί ζητοῦν ἀπό τόν Θεό. Γι’ αὐτό ἀλλοίμονο, ἄν ὁ Θεός δεχόταν νά ἀπαντήσει θετικά σέ ὅλα τά αἰτήματά μας! Θά εἴμασταν τότε δυστυχεῖς!

Ἀγαπητοί μου,

Ἄν μᾶς ρωτοῦσε καί μᾶς σήμερα ὁ Κύριος: «Τί σοι θέλεις ποιήσω;», ὁποιεσδήποτε καί ἄν εἶναι οἱ διάφορες ἀνάγκες μας, ἡ πιό πετυχημένη ἀπάντηση θά ἦταν ἐκείνη τοῦ τυφλοῦ, φυσικά ὅμως, μέ μεταφορική σημασία: «Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω» πνευματικά.

–Νά βλέπω Κύριε καλά μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς μου.

–Νά βλέπω καί νά γνωρίσω ἐσένα τόν Θεό καί Πατέρα μου.

–Νά βλέπω τήν ἁμαρτωλότητά μου καί νά μετανοῶ.

–Νά βλέπω τίς πραγματικές μου ἀνάγκες καί γι’ αὐτές νά σέ παρακαλῶ.

Κύριε, δῶσε μας τό μεγάλο αὐτό ἀγαθό πού λέγεται διάκριση. 

Εκτύπωση