ΠΑΣΧΑ ΣΤΗΝ ΧΩΡΟΥΔΑ -1η Μαΐου 2016

naos agioy auanasioy

 

1ὐτή εἶναι ἡ ἀξία τῆς πίστης μας: ὅτι σοῦ δίνει πάντα πολύ περισσότερα ἀπό αὐτά πού ζητᾶς καί ἔχεις πάρει. Ἐκεῖ  πού λές ὅτι ἔχεις γοητευτεῖ ἀπό ὅσα ζεῖς καί βλέπεις, ὅτι ἡ κορφή πού ἔφτασες σέ πλημμύρισε χαρά καί ἱκανοποίηση καί κανένα ἄλλο φῶς δέν θά ἔχει τήν δύναμη νά σοῦ κλέψει τήν κατάκτηση τῆς εὐτυχίας σου, τότε  ἀνοίγει μπροστά σου μύριες ἄλλες , καί  γνέφει νά τίς κατακτήσεις, καί σοῦ ψιθυρίζει πώς ἡ ζωή εἶναι αἰώνια, ὁ ἀγώνας παντοτινός, ἡ πίστη ἀνυπόκριτος. Ἄν ἐκείνη τήν στιγμή δέν φωνάξεις: «Σέ εὐχαριστῶ, Θεέ μου», ἔχασες γιά πάντα τήν εὐκαιρία νά ζήσεις ἀληθινά.
Αὐτό «πάθαμε» καί ὅσοι τό βράδυ τῆς Ἀνάστασης βρεθήκαμε στό ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, στήν Χωρούδα Λαγκαδᾶ. Ἀπό μέρες μᾶς εἶχε προσκαλέσει ὁ παπα-Θανάσης: «ἐλᾶτε γιά Ἀνάσταση στήν Χωρούδα…». Μαζί του κάναμε κι ἄλλη φορά Ἀνάσταση, ἀλλά, ὅταν ὁ παπα-Θανάσης λέει: «δέν ἔρχεστε…», προετοιμάσου γιά τήν ἑπόμενη κορφή πού λέγαμε πρίν. Πᾶς ἀμέριμνα καί ἁπλά σάν νά εἶναι κάτι πού γνωρίζεις, καί ὕστερα ἀνακαλύπτεις ὅτι ὅσα ἤξερες μέχρι τώρα ἔχουν πάρα πολλά γιά συνέχεια.

agios athanasios xvroydasΒγήκαμε ἀπό τήν Θεσσαλονίκη, περάσαμε τόν Λαγκαδᾶ, στρίψαμε ἀπό τόν Βερτίσκο καί πήραμε τόν ἀνήφορο γιά τά ὄρη  «ὅθεν ἥξει ἡ βοήθειά μας». Τό σκοτάδι εἶχε ἀρχίσει νά ἁπλώνεται, καθώς ἀνηφορίζαμε. Οἱ πρόσφατες βροχές τῶν προηγούμενων ἡμερῶν ἔκαναν τό ἀνοιξιάτικο δάσος νά μοσχοβολᾶ, ὅλο ἐλπίδα καί ὑπόσχεση γιά τήν Ζωή πού σέ λίγο θά φώτιζε ἱλαρά τήν οἰκουμένη αὐτῶν πού θά ἔσπευδαν νά λάβουν τό Φῶς. Μύριζε δροσιά καί ὑγρασία, τό ὀξυγόνο σοῦ ἄνοιγε τήν καρδιά καί τά πνευμόνια.
Φτάσαμε. Ὁ παπα-Θανάσης μέ τήν Πρεσβυτέρα ἦταν κιόλας ἐκεῖ, καί τά εἶχαν ἑτοιμάσει ὅλα. Μερικοί φίλοι, ἀρκετοί κάτοικοι τοῦ χωριοῦ. Καί ἡ καμπάνα σήμανε προσκαλεστικά, γλυκά. Ἡ βραδινή σιωπή εἶχε κυκλώσει τήν μικρή ἐκκλησία κι ὅλον θαρρεῖς τόν κόσμο. Τέτοιες στιγμές εἶναι σάν νά ἀπομονώνεσαι ἀπό ὅ, τι γήινο καί φθαρτό σέ κατατρέχει, σάν νά παύει γιά σένα αὐτό πού ὅλοι λένε χρόνο καί πού ἐσύ τό ἀποκαλεῖς Ἄχρονο, σάν νά κάνεις ἕνα βῆμα μπροστά μπρός στό Βῆμα Αὐτοῦ πού μάταια σέ καλεῖ συνεχῶς μέσα στήν  «βιοτική σου μέριμνα». Μήν συνεχίσεις νά ὑποκρίνεσαι, δέν σέ βλέπει κανείς, βρίσκεσαι μπροστά στήν αὐλαία τοῦ μέγιστου τῶν Δραμάτων. Κλάψε, αὐτομέμψου, στῆσε αὐτί καί ἀφουγκράσου τά ἀηδόνια στίς ρεματιές… δώδεκα παρά κάτι… ἔχει χρόνο, ὁ Ὄρθρος μόλις ξεκίνησε, …..γιά τό παρά κάτι τῆς ζωῆς σου.
Κατεβήκαμε τά σκαλάκια σιγά, προσεκτικά καί σταθήκαμε ἀπέναντι ἀπό τήν Πύλη πού ἔμοιαζε ἡ βασιλικώτερη ἀπό ὅσες ἔτυχε τά μάτια μας νά δοῦν στά βιβλία. Οἱ εἰκόνες τοῦ τέμπλου ἀτένιζαν εἰρηνικά σέ μᾶς, στόν κόσμο τῶν βροτῶν. Καθαρές καί  συντηρημένες μέ τίς φιλότιμες προσπάθειες τῶν κατοίκων καί τῶν εἰδικῶν, ἔμοιαζαν βγαλμένες ἀπό τά βάθη τῆς μνήμης μας, ἀπό τήν λήθη πού μερικές φορές μᾶς γεμίζει μέ σκόνη καί ἀράχνες, καί ἔχουμε τότε ἀνάγκη ἀπό ἕνα Χέρι πού δέν μᾶς ξεχνᾶ, πού πάντα ἁπλώνεται πατρικά μέ ἀγάπη ἀληθινή, σφίγγει τό δικό μας καί μᾶς ἀνεβάζει ψηλά, στό πλατύσκαλο.
Οἱ μορφές τῶν Ἁγίων ἀχνές ἀλλά δυνατές, χλομές ἀλλά συνάμα καί πύρινες, φωτίζουν τά πρόσωπά μας καί τά χρωματίζουν, τούς δίνουν χαρά, τούς δίνουν τήν ὑπόσχεση: καί σύ μπορεῖς, ἀφοῦ κι ἐγώ μπόρεσα…εἴμαστε δίπλα σου, πάντα, πρεσβεύουμε γιά σένα, τά χέρια πού μᾶς χάραξαν ἐδῶ στόν τοῖχο εἶναι τά δικά σου χέρια, κι ἄς μήν τό γνωρίζεις, γιατί ἔχεις τό χέρι αὐτοῦ πού σέ ἔπλασε, εἶσαι εἰκόνα καί ὁμοίωσή του, Ζωγραφίζεις  τήν Ζωή, αὐτή πού πρέπει νά ζήσεις.
deyteΚαί ὁ Ὄρθρος κυλοῦσε. Πυρός φλόγα στό Ἄδυτο τῶν Ἀδύτων ὁ παπα-Θανάσης. Μέσα στό μικρό ἀρχαῖο Βῆμα Λειτουργός καί Μεσίτης ὅλων μας. Τόσο μικρός ὁ χῶρος , μά τόσο ἄπειρο τό μεγαλεῖο τῆς ὥρας ἐκείνης. Ὁ Χορός τῶν Ἁγίων συνεπαίρνεται ἀπό τόν ἀνθρώπινο λόγο, τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ. Οἱ ρεματιές τριγύρω ἀντιλαλοῦν  στήν ἄπνοη νύχτα, τό Θεῖο δράμα  πλησιάζει στό Τέλος του, πού εἶναι μαζί κι ἀρχή. Ἡ φύση γονατίζει καί ὁ Κόσμος παύει νά ἀκούει τό σφιγμό του. Εἶναι ἀπό τίς στιγμές πού εἶσαι σίγουρος ὅτι ὁ Θεός σέ βλέπει ἀπό κάποια γωνιά, ἐκεῖ δίπλα σου, στό παραπέρα στασίδι… ἡ ἑπόμενη κίνηση δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι προσταγή… «Δεῦτε, λάβετε….».
Σέ λίγο ὅλοι βρισκόμαστε στήν χλόη τῆς αὐλῆς, μπροστά στόν οὐρανό, κάτω ἀπό τό βλέμμα τοῦ Φωτός πού σέ λίγο θά λάμψει. Καί ἐπιτέλους … «Χριστός Ἀνέστη…». Δέν ξέρω πόσες φορές ἔχουμε πεῖ στήν ζωή μας «Χριστός Ἀνέστη», ἀλλά εἶμαι σίγουρος ὅτι κάθε φορά εἶναι ἀλλιώτικη. Νιώθεις σαν νά ὀμολογεῖς τήν ὥρα ἐκείνη τήν συμμετοχή σου στήν δημιουργία, τήν ἱερή μέθεξη στά Ἅγια τῶν Ἁγίων, τήν ὕψωσή σου πάνω ἀπό τούς Ἀγγέλους. Ὅλοι συγκινοῦνται καί εὔχονται ἤρεμα καί εἰρηνικά, χαρμόσυνα, χαρούμενα, χωρίς κρότους καί πάταγο, χωρίς φόβο. Τώρα κατελύθη τό κράτος τοῦ θανάτου καί ὁ φόβος ἔπαυσε. Γιορτάζουμε πρῶτα στήν ψυχή, μετά στήν καρδιά, ὕστερα στό μυαλό ἀλλά καί τό σῶμα συγχαίρει, τσουγκρίζει τά κόκκινα αὐγά καί ἐπιβεβαιώνει: «Ἀληθῶς Ἀνέστη…».
Ἐπιστρέφουμε. Τελειώνει ὁ Ὄρθρος καί ἀρχίζει ἡ ἀναστάσιμη λειτουργία. Στιγμές ἀνείπωτες. Μόνο ἕνας Παπαδιαμάντης θά μποροῦσε νά περιγράψει τίς στιγμές αὐτές καί τά συναισθήματα. Μόνο μιά ἁγνή ψυχή μπορεῖ νά κατανοήσει τά δευτερόλεπτα τῆς θείας Μυσταγωγίας, καθώς πλησιάζουμε στήν ὥρα τῆς κορύφωσης καί τοῦ μεγάλου Εὐχαριστῶ «…  νηστεύσαντες καί μή νηστεύσαντες…» καί γινόμαστε ὅλοι κοινωνοί τοῦ ἀπερίγραπτου θαύματος, τοῦ θαύματος τῶν θαυμάτων, πού ἄλλαξε τήν φύση τῆς ζωῆς τῶν θνητῶν σέ Ἀθανάτους, ἄνοιξε τήν Θύρα τοῦ Παραδείσου, καί δέν ὑποσχέθηκε ἁπλῶς ἀλλά ἕνωσε τήν γῆ μέ τόν Οὐρανό, διέρρηξε τίς  πύλες τοῦ ἅδη «…χόρευε νῦν καί ἀγάλλου …» ἄνθρωπε…
antidoro«Δόξα σοι ὁ Θεός…», «Χριστός Ἀνέστη…..»,   «Ἀληθῶς  ὁ Κύριος…». Ἀσπαζόμαστε τό χέρι του, μᾶς εὔχεται καί μᾶς εὐλογεῖ, ὅλοι εἶναι γνωστοί, ὅλοι «συγγενεῖς». Ἡ φύση μοιάζει νά ἄλλαξε, ξαστέρωσε ὁ οὐρανός, κάποια ἀστεράκια φάνηκαν, δέν εἶχες παρά νά γυρίσεις τό κεφάλι σου στόν οὐρανό, χωρίς ἔννοιες τώρα, ὁ Πατέρας σου ἀγρυπνᾶ γιά σένα, εἶναι ἐδῶ, ἔχει κάνει τόν κόσμο τοῦ Παράδεισο, καί εἶναι καί ὁ Ληστής μέσα, πρῶτος Αὐτός, ὁ Ἁμαρτωλός….
Δέν μποροῦσε νά λείψει ἡ μαγειρίτσα. Τήν ἀπολαύσαμε δίπλα στό κιόσκι, πού μέ τόση φροντίδα καί καλοσύνη ἔχει στήσει ὁ Σύλλογος στήν αὐλή τῆς ἐκκλησίας. Εὐχές, εὐλογίες, γέλια, οἱ γυναῖκες φρόντισαν, ὅπως πάντα, νά μήν λείπει τίποτα. Σέ λίγο θά ξημερώσει…ἡ μέρα θέλει νά γιορτάσει καί αὐτή τήν Ἀνάστασή της. Ἄντε καί τοῦ χρόνου, νάμαστε γεροί…τήν εὐχή σου…καλό δρόμο…ayga
Ἐπιστρέφουμε. Ὁ κόσμος ἁπλώνεται στά πόδια μας, μακριά στόν σκοτεινό ὁρίζοντα… δέν τόν βλέπουμε, ἀλλά ξέρουμε ὅτι πανηγυρίζει, ὅλα πανηγυρίζουν ἀπόψε. Μά πιό πολύ ἐμεῖς. Γιατί ἔχουμε ἕνα μυστικό δικό μας, ζήσαμε κάτι ἀπόψε, πού τό φυλᾶμε ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ, αὐτό θά εἶναι τό καύχημά μας. Μακάρι κάθε μέρα, κάθε ἄνθρωπος νά ζεῖ τέτοιες στιγμές, δέν εἶναι ἐμπειρίες, εἶναι βιώματα ζωῆς, δέν εἶναι ἡ ἐπιφάνεια τῆς φιλίας, εἶναι ὁ Ὕμνος τῆς Ἀγάπης ὁλοζώντανος. Τώρα μποροῦμε νά συνεχίσουμε τά ὄνειρά μας γιά τήν ζωή, μποροῦμε νά πιστέψουμε στά δύσκολα καί ἀκατόρθωτα, ὁ Ἀρωγός μας εἶναι ἐδῶ, μᾶς βλέπει ἀπό τό διπλανό στασίδι, ἀπό τήν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ…Σ᾽ εὐχαριστοῦμε γιά ὅλα… εὐτυχῶς πού ὑπάρχεις….γιά νά σέ νιώθω, νά σέ βλέπω, νά μπορῶ νά λέω….Δόξα τῶ Θεῶ….

Νέστορας Καλιατζᾶς
Καθηγητής Φιλόλογος