ΜΕΡΟΣ 10ο - Τό Κήρυγμα

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

ΜΕΡΟΣ 10ο - Τό Κήρυγμα

Μετὰ τὸ πέρας τῆς ἀπαγγελίας, ὁ α΄ Ἱερέας εὐλογώντας τὸν Διάκονο ἐκφωνεῖ·

Εἰρήνη σοι.

Ὁ α΄ χορός, ψάλλει ἀργὰ καὶ μελωδικὰ τό·

Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι.

Ἡ Ἀπόδοση τῶν Ἀναγνωσμάτων.

19ά Ἀναγνώσματα εἶναι οἱ Ἀποστολικές καί Εὐαγγελικές περικοπές, πού διαβάζονται σέ κάθε εὐχαριστιακήimagesCA26PLED σύναξη. Ἡ χρήση τους μαρτυρεῖται ἀπό τόν β΄ αἰώνα. Ὁ φιλόσοφος καί μάρτυρας Ἰουστῖνος γράφει πώς οἱ πιστοί σέ κάθε σύναξη διάβαζαν «τά ἀπομνημονεύματα τῶν Ἀποστόλων ἤ τά συγγράμματα τῶν Προφητῶν». (Ἀπολογία Α΄, κεφ. 67, Migne PG 6, 429)
Ἡ λέξη «ἀνάγνωσμα» σημαίνει κάτι πού διαβάζεται καί ἑπομένως δέν ψάλλεται. Σύμφωνα μέ τή μακραίωνη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, τά Ἀναγνώσματα τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης ἔχουν ἕνα ἰδιαίτερο τρόπο ἀπόδοσης, πού δέν εἶναι οὔτε κοσμικό διάβασμα, οὔτε ψάλσιμο. Ὁ τρόπος αὐτός λέγεται «ἐμμελής ἀπαγγελία». Δηλαδή διάβασμα μέν, ἀλλά μέ μιά ἁπλή καί λιτή μελωδικότητα. Τό εἶδος αὐτό τῆς ἐκφωνητικῆς ψαλμωδίας ὀνομάζεται «λογαειδικό μέλος», καί εἶναι ἀρχαιότατο.
Μερικοί Ἀναγνῶστες ἤ Ἱερεῖς, καθώς ἀποδίδουν τά ἀντίστοιχα ἀναγνώσματα, παρασύρονται ἀπό τόν οἶστρο τῆς μουσικῆς δεξιοτεχνίας καί μετατρέπουν τήν ἐμμελή ἀνάγνωση σέ σύνθετη καί ἐξεζητημένη μελωδική ἐκτέλεση, πού συναγωνίζεται τά κατ’ ἦχον ψαλλόμενα μέλη.

Σχετικά μέ τόν τρόπο ἀπόδοσης τῶν ἀναγνωσμάτων ὁ πολύς, κοσμοκαλόγερος Ἀλ. Παπαδιαμάντης γράφει μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς: «Εὗρον δέ καί τινας Ἱερεῖς πεισθέντας εἰς τάς εἰσηγήσεις τῶν ξενοφρόνων ἐκείνων, οἵτινες κατήργησαν αὐθαιρέτως τόν λογαοιδικόν τρόπον καί ἀπαγγέλουσι τάς περικοπάς τῶν θείων ρημάτων δι’ ἁπλῆς ἀναγνώσεως. Εἰς τούς τοιούτους Ἱερεῖς πρέπει νά ἀπαγορευθῇ ἁρμοδίως ἡ καινοτομία αὕτη». («Ἡ ἀπόδοση τῶν Ἀναγνωσμάτων» τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστοδούλου, Περιοδικό Ἐφημέριος, τ. Δ΄, Ἀπρίλιος 2002)
Ὁ Διάκονος κατεβαίνει ἀπὸ τὸν Ἄμβωνα καί, κρατώντας ψηλὰ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, κατευθύνεται πρὸς τὴν ὡραία Πύλη. Ὁ Ἱερέας κατεβαίνει ἀπὸ τὸν Σολέα καὶ ὑποδέχεται τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ἐνῶ ὁ Διάκονος, καθὼς τοῦ τὸ παραδίδει, ἀσπάζεται τὸ χέρι του. Μὲ τὴ σειρὰ του ὁ Ἱερέας ἀσπάζεται τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, εἰσέρχεται στὸ ἱερὸ Βῆμα καὶ τὸ ἀποθέτει πάνω στὴν ἁγία Τράπεζα.
Σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχαία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, στὸ σημεῖο αὐτὸ γίνεται ἡ ἑρμηνεία τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς·

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ

«Εἶτα, παυσαμένου τοῦ ἀναγινώσκοντος, ὁ Προεστὼς διὰ λόγου τὴν νουθεσίαν καὶ πρόκλησιν τῆς τῶν καλῶν τούτων μιμήσεως ποιεῖται», δηλαδή, «ἔπειτα, ὅταν πάψει ἐκεῖνος πού διαβάζει, ὁ προεστώς μέ λόγο, κάνει νουθεσία (δίνει συμβουλές) καί προτροπή νά μιμηθοῦν οἱ πιστοί τά καλά. (Ἱερός Ἰουστίνος μάρτυς καί φιλόσοφος)
Τό κήρυγμα τοῦ θείου Λόγου ἦταν πάντα συνδεδεμένο μέ τήν προσευχή καί τήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός δίδασκε στίς συναγωγές «ἐν τοῖς σάββασι». Ἔπειτα οἱ Ἀπόστολοι: «ἡμεῖς δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν).
Τό κήρυγμα μαζί μέ τήν θεία Λατρεία εἶναι τό πρῶτο ἔργο τῶν ἱερέων, ἀλλά καί τό πιό δύσκολο καί ὑπεύθυνο. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μετά τήν Ἀνάσταση, λέγει στούς Ἀποστόλους «πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα, κηρύξατε τὸ Εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτήσει».
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐκφωνεῖ: «οὐαὶ δὲ μοι, ἑὰν μὴ εὐαγγελίζωμαι». Καί στόν μαθητή του Τιμόθεο γράφει σέ τόνο ἐντολῆς: «κήρυξον τὸν λόγον».

Γιά τό πόση καί ποιά σημασία δίνει ἡ Ἐκκλησία στό κήρυγμα τό φανερώνουν καί δύο Συνοδικοί Κανόνες:

Ὁ πρῶτος τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρει: «Δεῖ τοὺς τῶν Ἐκκλησιῶν προεστῶτας ἐν πάσαις μὲν ταῖς ἡμέραις, ἐξαιρέτως δὲ ταῖς Κυριακαῖς, πάντα τὸν κλῆρον καὶ τὸν λαὸν ἐκδιδάσκειν τοὺς τῆς εὐσεβείας λόγους», δηλαδή, «Οἱ προϊστάμενοι τῶν Ἐκκλησιῶν (ἐπίσκοποι καί πρεσβύτεροι) ὅλες τίς ἡμέρες ἀλλά κυρίως τίς Κυριακές πρέπει νά διδάσκουν ὅλο τόν κλῆρο καί τό λαό τό λόγο τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὁ δέ 68ος Ἀποστολικός Κανόνας ὁρίζει τά ἑξῆς: «Ἐπίσκοπος ἢ Πρεσβύτερος ἀμελῶν τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ καὶ μὴ παιδεύων αὐτοὺς τὴν εὐσέβειαν, ἀφοριζέσθω· ἐπιμένων δὲ τῇ ἀμελείᾳ καὶ ραθυμίᾳ καθαιρέσθω».
Θά πρέπει ἀκόμη νά τονίσουμε ὅτι τό κήρυγμα εἶναι καθῆκον τῶν Ἱερέων καί αὐτό γιατί τό κήρυγμα εἶναι ἱερουργία. Μόνο σέ ἔκτακτες περιστάσεις καί μέ ἄδεια τοῦ ἐπισκόπου μποροῦν οἱ λαϊκοί νά κηρύττουν στήν Ἐκκλησία.
Ἕνα ἄλλο θέμα σχετικό μέ τό κήρυγμα εἶναι τό:

«Τί θά πρέπει κάθε φορά νά κηρύττουμε, δηλαδή, ποιό εἶναι τό περιεχόμενο τοῦ κηρύγματος».

Ἡ ἀπάντηση δέν θά δοθεῖ ἀπό ἐμᾶς, ἀλλά ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριό μας. Ὅταν μετά τήν Ἀνάστασή του ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔστελνε τούς Ἀποστόλους στόν κόσμο, δέν τούς εἶπε μόνο νά κηρύξουν, ἀλλά καί τί νά κηρύξουν. «Κηρυχθεῖναι ἐπί τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν καί ἄφεσιν ἁμαρτιῶν». Ὁ δέ ἀπόστολος Παῦλος κήρυττε σ᾽ ὅλο τόν κόσμο: «μετανοεῖν καὶ ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεόν».
Τό κήρυγμα λοιπόν τῆς Ἐκκλησίας, τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ μετάνοια καί ἡ ἐπιτροπή τῶν ἀνθρώπων. Ἄς ποῦμε λίγα λόγια καί γιά τήν ἐκφώνηση τοῦ κηρύγματος. Δέν θά σᾶς ἀναφέρω τήν προσωπική μου γνώμη, ἀλλά ὅσα ἀναφέρει στό βιβλίο του «Ο ΙΕΡΕΥΣ» ὁ πρώην Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς Μιχαήλ.
Κατ᾽ ἀρχήν χρειάζεται προετοιμασία. Δέν μπορεῖ ὁ καθένας ἀπροετοίμαστος νά λέγει ὅτι θά τοῦ κατέβει τήν ὥρα ἐκείνη, καί μάλιστα, στά πρῶτα χρόνια θά πρέπει ὁπωσδήποτε τά ὅσα θά λέγονται κατά τό κήρυγμα νά εἶναι γραμμένα μέ κάθε λεπτομέρεια.
Ὅσο ὅμως ὁ ἱεροκήρυκας θά ἀποκτᾶ πεῖρα, μπορεῖ νά κρατεῖ μερικές σημειώσεις μέ τά σπουδαιότερα σημεῖα τοῦ κηρύγματος.

Θά πρέπει τό κήρυγμα νά λέγεται ἀπό στήθους ἤ  γραπτό;

Μέ ὁποιονδήποτε τρόπο καί ἄν ἐκφωνηθεῖ, ἀπαραίτητα πρέπει νά γραφτεῖ ὁλόκληρο. Ἡ ρητορία εἶναι χάρισμα καί εὐλογία Θεοῦ καί ἡ ἀπό στήθους ἐκφώνηση δίνει τήν εὐκαιρία στόν ἱεροκήρυκα νά ἐμπνέεται καί τήν ὥρα ἐκείνη νά πλουτίζει τό κήρυγμά του μέ πολλά στοιχεῖα.
Ὑπάρχει ὅμως ὁ κίνδυνος νά ξεχάσει, νά σταματήσει καί τό ἐκκλησίασμα νά ἀρχίσει νά δυσανασχετεῖ. Δηλαδή τό ἀπό στήθους κήρυγμα δέν εἶναι ἐλεγχόμενο ὡς πρός τόν χρόνο. Ἐλέγχεται μόνο ὅταν γράφεται πρῶτα ὁλόκληρο ἤ ὅταν κρατεῖται ὁ σκελετός τοῦ κηρύγματος καί τά ποιό σπουδαῖα σημεῖα.
Πάντως, ὅλοι, λίγο πολύ, ἔχουν τήν εὐχαίρεια μέ λίγη προσπάθεια νά κάνουν ἕνα κήρυγμα ἀπό στήθους. Ὑπάρχει ὅμως μιά μεγάλη προκατάληψη σχετικά μέ τό γραπτό κήρυγμα. Θεωροῦν ὑποτιμητικό νά βγεῖ ὁ ἱερεύς στήν ὡραία πύλη ἤ καί στόν ἄμβωνα καί νά διαβάσει τό κήρυγμα. Σχεδόν ὅλοι οἱ ξένοι μιλοῦν ἀπό μέσα. Ἐλέγχει κανείς τά ὅσα θά πεῖ, ἀλλά καί τό χρόνο, ὥστε νά μή γίνεται κουραστικός.
Σέ κάποια συζήτηση, ἕνας ἐπίσκοπος εἶπε: «Εἶναι τέχνη καί πολύ δύσκολο νά μιλάει στό κήρυγμα κανείς λίγο». Ἄλλωστε τά ὅσα λέγονται δέν εἶναι τοῦ ἱεροκήρυκα, ἀλλά λόγια παρμένα μέσα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. Εἶναι λόγος Θεοῦ καί ὄχι ἀνθρώπινος. Τό γραπτό κήρυγμα δέν μειώνει τόν ἱερέα, ἀλλά σέβεται μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ ἱερέας τό ἀκροατήριό του.
Συμπέρασμα: Πάντως εἴτε ἀπό στήθους εἴτε γραπτῶς, τό κήρυγμα θά πρέπει νά γίνεται ἀπαραίτητα.

Πότε πρέπει νά γίνεται τό κήρυγμα, μετά τό Εὐαγγέλιο ἤ κατά τήν ὥρα τοῦ Κοινωνικοῦ;

Ἀμέσως μετά τό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα γίνεται τό κήρυγμα. Αὐτό ἐπιβάλλουν λόγοι παραδοσιακοί καί πρακτικοί.
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, τήν ἀνάγνωση τοῦ ἱεροῦ κειμένου ἀκολουθεῖ ἡ ἑρμηνεία του, ὁ σχολιασμός του καί ἡ ἐξαγωγή τῶν διδαγμάτων, πού προκύπτουν ἀπό τίς περικοπές πού ἔχουν ἀναγνωστεῖ καί πού τά λόγια τους ἠχοῦν στά αὐτιά τῶν ἀκροατῶν. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁλοκληρώνεται τό πρῶτο, τό διδακτικό μέρος τῆς λειτουργικῆς σύναξης.
Ἔτσι ἀκριβῶς γινόταν καί στήν Ἰουδαϊκή συναγωγή. Τό ἴδιο ἐφαρμόστηκε καί στά πρῶτα χριστιανικά χρόνια, ὅπως ἀναφέρει ὁ φιλόσοφος καί μάρτυρας Ἰουστῖνος, καί διατηρήθηκε πάντοτε στήν Ἐκκλησία μέχρι σχεδόν καί τίς ἡμέρες μας.
Θά πρέπει νά ἀναφέρουμε ὅτι μέ τήν τάξη αὐτή δινόταν ἡ εὐκαιρία καί στούς κατηχουμένους, πού παρακολουθοῦσαν, νά ἀκούσουν τά Ἀναγνώσματα, τό κήρυγμα, τίς δεήσεις πού τούς ἀφοροῦσαν καί στή συνέχεια νά ἀποχωρήσουν, γιά νά συνεχιστεῖ ἡ θεία Λειτουργία.
Στήν ἐποχή μας σέ μερικούς Ναούς ἐπικράτησε ἡ συνήθεια νά μετατίθεται τό κήρυγμα ἀπό τήν ἀρχική του θέση στήν ὥρα τοῦ Κοινωνικοῦ.
Ἡ πρόφαση ὅτι κατά τά Ἀναγνώσματα δέν εἶναι παρόν ὅλο τό ἐκκλησίασμα, ἔχει μέν τήν βάση της, ἀλλά μέ τό ἴδιο σκεπτικό τά Ἀναγνώσματα θά ἔπρεπε νά μετατοπιστοῦν στό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας. Τό δέ ἄλλο  ἐπιχείρημα, ὅτι μέ τήν μετάθεσή του στό Κοινωνικό κερδίζεται χρόνος καί δέν ἐπιβραδύνεται ἡ θεία Λειτουργία, εἶναι τελείως ἀντιλειτουργικό. (Ἰ. Φουντούλη, Λειτουργική Α΄, σ. 225226. Τρύφωνος Π. Τσομπάνη, «Τό μυστήριον τοῦ κεκλασμένου λόγου». Τό κήρυγμα στή Θεία Λειτουργία, Περιοδικό Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τεῦχ. 774. Κων/ντίνου Παπαγιάννη Πρωτ., Λειτουργική  Τελετουργική, σ. 232)
Οἱ λειτουργικοί λόγοι πού ἐπιβάλλουν τό κήρυγμα νά γίνεται στήν σωστή του θέση εἶναι πιό ἰσχυροί καί μόνο σέ ἐξαιρετική περίπτωση θά μποροῦσε τό κήρυγμα νά γίνει στό Κοινωνικό. (Ἰ. Φουντούλη, Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικάς Ἀπορίας, ἐρώτ. 125)
Ἡ χρονική διάρκεια τοῦ κηρύγματος κατά τήν θεία Λειτουργία, ἐκτός σπανίων ἐξαιρέσεων, πρέπει νά κυμαίνεται μεταξύ 10΄ ἕως 15΄ λεπτῶν τῆς ὥρας.


Εκτύπωση   Email